ΥΠΕΡΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ
Ο υπερθυρεοειδισμός είναι ο ιατρικός όρος που αναφέρεται στην υπερδραστηριότητα του θυρεοειδή αδένα. Στα άτομα με υπερθυρεοειδισμό ο θυρεοειδής παράγει μεγαλύτερες ποσότητες ορμονών. Όταν αυτό συμβαίνει, ο μεταβολισμός του σώματος αυξάνεται, κάτι που με τη σειρά του οδηγεί σε μια ποικιλία συμπτωμάτων.
Ο θυρεοειδής είναι ένας αδένας, σχήματος πεταλούδας, στη μέση του τραχήλου, πίσω από το λάρυγγα και πάνω από τις κλείδες. Παράγει δύο ορμόνες, την τριιωδοθυρονίνη (Τ3) και την θυροξίνη (Τ4), οι οποίες ρυθμίζουν πώς το σώμα να χρησιμοποιεί και να αποθηκεύει ενέργεια, διαδικασία που είναι γνωστή ως μεταβολισμός. Η λειτουργία του θυρεοειδούς ελέγχεται από έναν αδένα στον εγκέφαλο, γνωστό ως υπόφυση. Η υπόφυση παράγει την ορμόνη TSH, η οποία διεγείρει τον θυρεοειδή να παράγει με τη σειρά του τις Τ3 και Τ4.
Η πιο συχνή αιτία του υπερθυρεοειδισμού είναι η νόσος του Grave’s. Η κατάσταση αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο γενετικό δυναμικό ενός ατόμου και του ανοσοποιητικού συστήματος. Για λόγους που δεν είναι γνωστοί, το ανοσοποιητικό σύστημα παράγει ένα αντίσωμα, το οποίο διεγείρει τον θυρεοειδή να παράγει πολύ μεγαλύτερες από το φυσιολογικό ποσότητες θυρεοειδικών ορμονών. Αυτό συχνότερα συμβαίνει σε γυναίκες μεταξύ 20 και 40 ετών, αλλά μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία και στα δύο φύλα. Παράλληλα, ο θυρεοειδής αυξάνεται σε μέγεθος, κατάσταση που αποκαλείται βρογχοκήλη. Κάποια άτομα αναπτύσσουν οφθαλμολογικά προβλήματα (οφθαλμοπάθεια Grave’s) με ξηρά, ερεθισμένα ή κόκκινα μάτια. Άλλοι αναπτύσσουν οίδημα πίσω από τα μάτια με αποτέλεσμα το εξόφθαλμο.
Άλλες αιτίες υπερθυρεοειδισμού μπορεί να είναι:
• η παρουσία ενός ή περισσότερων όζων του θυρεοειδούς οι οποίοι παράγουν μεγάλες ποσότητες ορμονών. Στην περίπτωση αυτή, λέμε ότι έχουμε θερμό ή τοξικό όζο ή τοξική οζώδης βρογχοκήλη.
• η ανώδυνη («σιωπηλή») θυρεοειδίτιδα και η θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό. Πρόκειται για αυτοάνοσες διαταραχές κατά τις οποίες ο θυρεοειδής προσωρινά φλεγμαίνει και απελευθερώνει ορμόνες στην κυκλοφορία του αίματος, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο υπερθυρεοειδισμό. Η θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό μπορεί να εμφανιστεί μετά από αρκετούς μήνες.
• η υποξεία (θυλακιώδης) θυρεοειδίτιδα. Πιστεύεται ότι προκαλείται από ιό. Προκαλεί επώδυνο, τεταμένο, διογκωμένο θυρεοειδή. Ο φλεγμαίνων αδένας απελευθερώνει κι εδώ μεγάλες ποσότητες ορμονών στην κυκλοφορία, ενώ ο προκαλούμενος υπερθυρεοειδισμός υποχωρεί με την αποδρομή της ιογενούς λοίμώξης.
• ιατρογενώς, με την κακή ρύθμιση θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης έναντι υποθυρεοειδισμού.
Τα συμπτώματα των ατόμων με υπερθυρεοειδισμό περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:
• άγχος και ευερεθιστότητα
• αδυναμία (ιδιαίτερα στα ανώτερα τμήματα των άκρων με επακόλουθη δυσκολία στην άρση βαρέων αντικειμένων ή την χρήση σκάλας)
• τρέμουλο των χεριών
• αυξημένο αίσθημα θερμότητας
• αίσθημα καρδιακών παλμών
• κούραση
• απώλεια βάρους παρά την φυσιολογική ή αυξημένη όρεξη
• αυξημένη κινητικότητα του εντέρου
Επιπρόσθετα, κάποιες γυναίκες παρουσιάζουν ανωμαλίες του εμμηνορρυσιακού κύκλου ή ακόμα και απουσία περιόδου. Αυτή η κατάσταση σχετίζεται με υπογονιμότητα. Οι άντρες μπορεί να εμφανίσουν διογκωμένους ή τεταμένους μαστούς, καθώς και στυτική δυσλειτουργία, τα οποία όμως υποχωρούν όταν ο υπερθυρεοειδισμός αντιμετωπίζεται επιτυχώς.
Διάγνωση: Όταν υποπτευθούμε υπερθυρεοειδισμό, θα μετρήσουμε τις συγκεντρώσεις των θυρεοειδικών ορμονών και της TSH στο αίμα. Τυπικά, η Τ4 είναι αυξημένη και η TSH χαμηλή. Μπορούμε επίσης να συστήσουμε ένα υπερηχογράφημα θυρεοειδούς για να βοηθηθούμε στον καθορισμό του τύπου του υπερθυρεοειδισμού (νόσος Grave’s, τοξική οζώδης βρογχοκήλη ή θυρεοειδίτιδα).
Θεραπεία: ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να θεραπευθεί χρησιμοποιώντας φάρμακα (μεθιμαζόλη, προπυλθειουρακίλη, β-ανταγωνιστές), ραδιενέργεια (ραδιενεργό ιώδιο) ή χειρουργείο. Πολλοί παράγοντες, όπως η ηλικία του ατόμου, ο βαθμός και ο τύπος του υπερθυρεοειδισμού, είναι σημαντικοί για τον καθορισμό της κατάλληλης θεραπείας.
Υπερθυρεοειδισμός και κύηση: Γυναίκες που λαμβάνουν αντιθυρεοειδικά φάρμακα και επιθυμούν να μείνουν έγκυες θα πρέπει να συζητήσουν την κατάσταση με τον γυναικολόγο τους. Τόσο η μεθιμαζόλη όσο και η προπυλθειουρακίλη μπορούν να λαμβάνονται κατά την εγκυμοσύνη και τον θηλασμό, αλλά υπάρχουν πιθανοί κίνδυνοι στο αναπτυσσόμενο έμβρυο, όπως η ηπατοτοξικότητα. Οι έγκυες με προϋπάρχων υπερθυρεοειδισμό καθώς και αυτές στις οποίες διαγιγνώσκεται ο υπερθυρεοειδισμός κατά την εγκυμοσύνη, μπορούν να αντιμετωπιστούν με προπυλθειουρακίλη και κατά περίπτωση και με β-ανταγωνιστές. Η Τ4 και η TSH πρέπει να ελέγχονται στο αίμα τουλάχιστον κάθε 4 εβδομάδες. Στόχος μας είναι να διατηρήσουμε την Τ4 στα ανώτερα φυσιολογικά όρια χρησιμοποιώντας την μικρότερη δυνατή δόση φαρμάκου. Οι κίνδυνοι που προκύπτουν για την μητέρα και το έμβρυο από την κακή ρύθμιση αποφεύγονται με συχνές μετρήσεις και προσαρμογή της δόσης του φαρμάκου κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.