Η ακμή είναι μια πάθηση που προκαλεί τα γνωστά σπυράκια ή μπιμπίκια και είναι η πιο συχνή νόσος της εφηβείας αν και συχνά παρουσιάζεται και αργότερα,
συνήθως στο πρόσωπο, τους ώμους, το θώρακα και τη πλάτη, αλλά μπορεί να εκδηλωθεί και στον κορμό, τα χέρια, τα πόδια και τους γλουτούς. Χαρακτηρίζεται από λευκά και μαύρα στίγματα και φλεγμονώδεις ερυθρούς σχηματισμούς (φαγέσωρες, βλατίδες, φλύκταινες και κύστες).
Ο Αριστοτέλης έδωσε μια σαφή περιγραφή για την κατάσταση ενώ ο Ιπποκράτης έγραψε ότι ο όρος αναφέρεται σε μια κατάσταση η οποία είναι γνωστή και αναγνωρισμένη. Ο όρος ακμή προέρχεται από την ελληνική, που σημαίνει το σημείο όπου κορυφώνεται μια εξελικτική πορεία. Λόγου της αύξησης των ανδρογόνων εμφανίζεται ακμή στην εφηβεία καθότι συμβαίνουν ορμονικές αλλαγές που συντελούνται στο σώμα θα δράσουν στους σμηγματογόνους αδένες και στους θύλακες των τριχών που αποτελούν ως μια ενότητα τις τριχοσμηγματογόνες μονάδες. Το δέρμα είναι ένας ιστός, ένα όργανο-στόχος που δέχεται την επίδραση πολλών ορμονών, ενώ παράλληλα είναι σε θέση να συνθέτει και να μεταβολίζει ορμόνες. Τα ανδρογόνα που κυκλοφορούν στο αίμα είναι η δεϋδροεπιανδροστερόνη, η θειική δεϋδροεπιανδροστερόνη, η Δ4-ανδροστενδιόνη, η τεστοστερόνη, η διϋδροτεστοστερόνη και είτε παράγονται από τους ενδοκρινείς αδένες (επινεφρίδια, όρχεις ή ωοθήκες) είτε προέρχονται από μετατροπή, με τη δράση κατάλληλων ενζύμων, των λιγότερων ισχυρών ανδρογόνων, όπως είναι τα επινεφριδιακά ανδρογόνα ή η Δ4 ανδροστενδιόνη, που είναι το κυριότερο ανδρογόνο της ωοθήκης, σε τεστοστερόνη και διϋδροτεστοστερόνη. Η φυσιολογική δραστηριοποίηση των σμηγματογόνων αδένων στην εφηβεία συνδέεται επίσης με τα αυξημένα επίπεδα της σωματομεδίνης (IGF-1) και την αυξημένη δραστηριότητα του ενζύμου 5α-αναγωγάση, που μετατρέπει την τεστοστερόνη στο πλέον ισχυρό ανδρογόνο, τη διϋδροτεστοστερόνη. Η διϋδροτεστοστερόνη είναι αυτή που θα δράσει μέσω του ανδρογονικού υποδοχέα της τριχοσμηγματογόνου μονάδας, αυξάνοντας τη λιπαρότητα και την τριχοφυΐα του δέρματος. Επίσης, άλλες ορμόνες όπως η προλακτίνη, αν και ασκούν δράση στην τριχοσμηγματογόνο μονάδα, δεν σχετίζονται με την εμφάνιση τριχοφυΐας ή ακμής. Η τριχοσμηγματογόνος μονάδα είναι σε θέση να μετατρέψει, επειδή διαθέτει τα απαραίτητα ένζυμα, όχι μόνο την τεστοστερόνη, αλλά και τα λιγότερο ισχυρά ανδρογόνα, όπως η Δ4-ανδροστενδιόνη και τα επινεφριδιακά ανδρογόνα (DHEA, DHEA-S) στο τελικό προϊόν, τη διϋδροτεστοστερόνη. Επομένως και τα λιγότερο ισχυρά ανδρογόνα μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση της ακμής και της τριχοφυΐας όταν κάποια στιγμή αυξάνεται η παρουσία τους στο αίμα.
Αίτια υπερέκκρισης και αυξημένης παραγωγής ανδρογόνων είναι πολλά κυρίως όμως :
• το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών στις γυναίκες
• διάφορα νοσήματα επθνεφριδίων, όπως Συγγενής Υπερπλασία Επινεφριδίων σύνδρομο ή νόσος του Cushing και σπανιότερα όγκοι επινεφριδίων ή των ωοθηκών ή την ανδρογονική δράση κάποιων φαρμάκων, υπερπρολακτιναιμία ή και υποθυρεοεισμός.
• αυξημένη τριχοφυΐα και ακμή όμως μπορεί να συνυπάρχει με φυσιολογικά επίπεδα ανδρογόνων όταν αυξάνεται ο μεταβολισμός των λιγότερο ισχυρών ανδρογόνων σε τεστοστερόνη και διϋδροτεστοστερόνη, όπως συμβαίνει με την αύξηση του λιπώδους ιστού επί παχυσαρκίας. Διαγνωστικά η επανεμφάνιση ή η επιδείνωση της ακμής, ειδικά μετά την ενηλικίωση ή ο συνδυασμός ακμής και αυξημένης τριχοφυΐας στη γυναίκα είναι συχνά συμπτώματα ενδοκρινικών παθήσεων και χρειάζονται διερεύνηση από τον ενδοκρινολόγο που ασχολείται με την ενδοκρινολογία αναπαραγωγής. Ο εργαστηριακός έλεγχος που δίνεται εξαρτάται από τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης και περιλαμβάνει συνήθως τον προσδιορισμό ορμονών στο αίμα, που γίνεται στη γυναίκα στις πρώτες ημέρες του κύκλου στη γυναίκα και τον απεικονιστικό έλεγχο των ωοθηκών ή των επινεφριδίων, όπως επίσης μπορεί να περικλείει και κάποιες διαγνωστικές δοκιμασίες. Σε περίπτωση ενδοκρινικής πάθησης η φαρμακευτική αγωγή που χορηγείται εξαρτάται από το νόσημα και μπορεί να περιλαμβάνει αντισυλληπτικά ή/ και αντιανδρογόνα, κορτικοστεροειδή, GnRHανάλογα, αναστολείς του ενζύμου 5α-αναγωγάση και διάφορες νέες συμπληρωματικές αγωγές που στοχεύουν στους υποδοχείς των ανδρογόνων κ.α. Όμως οι κατάλληλες υγειινοδιαιτητικές συστάσεις είναι εξίσου σημαντικές ταυτόχρονα με την ενδεχόμενη φαρμακευτική αγωγή και ο έλεγχος του σωματικού βάρους, η απώλεια βάρους σε υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα και η έναρξη έντονης σωματικής δραστηριότητας είναι προαπαιτούμενα για μια πιο ολιστική προσέγγιση του προβλήματος.