Εγκυμοσύνη και υγιεινή διατροφή
ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ
Η κύηση αποτελεί τη σημαντικότερη φάση της διαιώνισης του κάθε είδους και βέβαια του ανθρώπου. Κρύβει μέσα της όλα τα ¨μυστικά¨ της ζωής.
Στους 9 μήνες που διαρκεί, ξετυλίγεται ταχύτατα το νήμα των εκατομμυρίων ετών της εξέλιξης του είδους μας.
Κατά την διάρκεια της και με μηχανισμούς που ακόμα δεν γνωρίζουμε καλά ¨αποφασίζεται¨ για το ποιοι χαρακτήρες θα εμφανιστούν στο νέο οργανισμό και ποιοι όχι. Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για την εμφάνιση ή την καταστολή των χαρακτήρων που είναι γραμμένοι στο γενετικό μας κώδικα είναι η διατροφή.
Η σημασία της καλής διατροφής της μητέρας (κατά συνέπεια και του εμβρύου) κατά την κύηση έχει αναγνωριστεί εδώ και πολλά χρόνια, αλλά οι νεώτερες γνώσεις μας είναι πολλές και εντυπωσιακές.
ΣΩΜΑΤΙΚΟ ΒΑΡΟΣ ΚΑΙ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ
ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΣΥΛΛΗΨΗ
Η υγεία της γυναίκας πριν την σύλληψη, επηρεάζει την ικανότητα της να συλλάβει,την υγεία του νεογνού που θα φέρει στον κόσμο, καθώς και την μετέπειτα υγειά της. Το σώμα της, αποτελεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η σύλληψη και θα αναπτυχθείτοέμβρυο, με αποτέλεσμα η διατροφή της πριν την σύλληψη να επηρεάζει θετικά ή αρνητικά το περιβάλλον αυτό.Η ανεπαρκής διατροφή και η έλλειψη συγκεκριμένων θρεπτικών συστατικών μπορεί να μειώσουν την γονιμότητα τόσο των γυναικών όσο και των αντρών. Οι γυναίκες μπορούν να παρουσιάσουν προβλήματα στον κύκλο της έμμηνου ρύσης τους.Η ανεπαρκής πρόσληψη θρεπτικών συστατικών έχει ως αποτέλεσμα την μη σωστή ανάπτυξη του πλακούντα ο οποίος δεν μπορεί να θρέψει επαρκώς το νεογνό. Ακόμη και αν η έγκυος αρχίσει να τρέφεται αργότερα σωστά το νεογνό θα παρουσιάσει προβλήματα, τόσο κατά την γέννηση του όσοκαι αργότερα ενώ αυξάνονται οι πιθανότητες να γεννηθεί ελλειποβαρές.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΥΟ
(ομάδες υψηλού κινδύνου)
1. Βιολογικώς ανώριμα άτομα: αν είναι μικρότερη από 15 χρονών ή από την πρώτη της εμμηνορρυσία δεν έχουν περάσει 2 χρόνια.
2. Άτομα μεγάλης ηλικίας : αν είναι μεγαλύτερη από 35 χρονών.
3. Ασυνήθιστες περιπτώσεις :αν δεν έχουν περάσει 9-12 μήνες από προηγούμενη γέννα, αν είχε προβλήματα σε κάποια προηγούμενη εγκυμοσύνη που αφορούν τόσο την ίδια όσο και το έμβρυο, να έχει πολλαπλή κύηση (δίδυμα, τρίδυμα), κλπ.
4. Χαμηλού οικονομικού εισοδήματος.
5. Μετανάστες με οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
6. Παχύσαρκα άτομα ή χαμηλού βάρους για ανάλογο ύψος :
αν το ΒΜΙ της είναι <19,8 ή >29.
7. Ασυνήθιστων διαιτητικών συνηθειών : αν είναι χορτοφάγος ή αποφεύγει κάποια τρόφιμα λόγω δυσανεξίας ή αποστροφής.
8. Άτομα με κακές διατροφικές συνήθειες ή καταναλώνουν αλκοόλ, καπνίζουν ή παίρνει άλλες ουσίες.
9. Άτομα με κάποια χρόνια ασθένεια που σχετίζεται και με την διατροφή.
10. Άτομα που καταναλώνουν φάρμακα τα οποία απαγορεύονται κατά την κύηση.
11. Άτομα με ιατρικές ή ψυχιατρικές ανωμαλίες.
12. Αν κατά την κύηση συμβαίνουν τα εξής :
α. Χαμηλό αιματοκρίτη
β. Μη επαρκή πρόσληψη βάρους
γ. Υπερβολική πρόσληψη βάρους
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΒΑΡΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ
Κανόνας που ήθελε στο παρελθόν τις έγκυες γυναίκες να βάζουν 12,5 κιλά κατά την διάρκεια της κύησης δεν αφορά τις παχύσαρκες γυναίκες αλλά αυτές με φυσιολογικό βάρος. Έχει αποδειχτεί ότι μια αύξηση βάρους της τάξεως των 4 περίπου κιλών καθ όλη τη διάρκεια της κύησης σε παχύσαρκο έγκυο, συνδέεται με μικρότερη περιγεννητική θνησιμότητα ενώ για τις υπέρβαρες, η αύξηση σωματικού βάρους δεν πρέπει να ξεπερνά τα 6 κιλά.Το επιπλέον βάρος σε μια φυσιολογική εγκυμοσύνη είναι το αποτέλεσμα φυσιολογικών διαδικασιών που είναι ειδικές για την ενίσχυση της εμβρυϊκής και μητρικής ανάπτυξης.Γενικότερα, μια φυσιολογική αύξηση βάρους για τις περισσότερες υγιείς γυναίκες θεωρούνται τα 11-15 kg, αλλά οι σύγχρονες συστάσεις καθορίζουν τις προτεινόμενες διακυμάνσεις ανάλογα με το βάρος, ύψος και ηλικία της εγκύου. ( βλ. κατωτέρω πίνακα)
Προτεινόμενη πρόσληψη βάρους στην εγκυμοσύνη βάσει του ΔΜΣ
* Οι έφηβες θα πρέπει να επιδιώκουν τα υψηλότερα βάρη της προτεινόμενης διακύμανσης, ενώ γυναίκες < 157 εκ. τα χαμηλότερα.
Πηγή: Subcommittee on Nutritional Status and Weight Gain During Pregnancy, Washington, DC,1990, National academy Press
ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΡΕΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
Στην περίοδο της εγκυμοσύνης αυξάνονται οι ανάγκες της εγκύου σε θερμίδες. Τα επιπλέον ποσά ενέργειας που απαιτούνται, είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη του εμβρύου, του πλακούντα, του αμνιακού υγρού, της μήτρας, των µαστών, καθώς και για τις ανάγκες κίνησης της βαρύτερης μητέρας. Επιπλέον, κατά την περίοδο αυτή ο βασικός μεταβολισμός (ΒΜ) αρχικά μειώνεται και στη συνέχεια αυξάνεται κατά 15-20% περίπουγεγονός το οποίο πιστεύεται ότι οφείλεται στην αύξηση της μυϊκής μάζας της μήτρας, του πλακούντα και του εμβρύου, καθώς και στην επιβάρυνση της αναπνευστικής και καρδιακής λειτουργίας.Η πρόσληψη θερμίδων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης παραμένει σταθερή για το πρώτο τρίμηνο, αυξάνεται κατά 340kcal ανά ημέρα για το δεύτερο τρίμηνο και κατά 452kcal ανά ημέρα για το τρίτο τρίμηνο.
Προτεινόμενη ενεργειακή αύξηση (kcal) κατά την κύηση (ενήλικες και έφηβες)
• α’ τρίμ:0/ β’ τριμ:+340 / γ’ τριμ:+452
(Washington, DC, 2002, National Academy Press)
• α’ τρίμ:0/ β’ & γ’ τριμ:+300
(Washington, DC, 1989, National Academy Press)
• α’ & β’ τρίμ:0 / γ’ τριμ:+200
(UK and WHO, 1985)
Υπάρχουν τέσσερις εξαιρέσεις σ' αυτόν το βασικό κανόνα:
οι παχύσαρκες γυναίκες, οι οποίες, με την κατάλληλη διαιτολογική καθοδήγηση, μπορούν πιθανώς να αρκεστούν σε λιγότερες θερμίδες
οι σοβαρά ελλιποβαρείς γυναίκες, οι οποίες χρειάζονται περισσότερες θερμίδες
οι έφηβες γυναίκες, οι οποίες έχουν αυξημένες ανάγκες για τον ίδιο τον οργανισμό τους, που εξακολουθεί να αναπτύσσεται και σ' αυτές πρέπει να προστεθούν οι θερμιδικές απαιτήσεις της εγκυμοσύνης και τέλος,
οι γυναίκες που έχουν πολλαπλή κύηση και θα πρέπει η αύξηση των θερμίδων να είναι περίπου 450kcal ανά ημέρα στο 2ο και 3ο τρίμηνο.
Κατά την διάρκεια αυτή είναι απαραίτητη η πρόσληψη όλων των θρεπτικών συστατικών σε καθορισμένες ποσότητες, σύμφωνα με τις ημερήσιες συνιστώμενες προσλήψεις για εγκύους.
Το α΄ τρίμηνο είναι κρίσιμη περίοδος για την ανάπτυξη του εμβρύου καθώς αναπτύσσονται τα κυριότερα όργανα και τα άκρα του γι’ αυτό χρειάζονται κυρίως : πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λίπη, φολικό οξύ, ψευδάργυρος, Βιταμίνη Α, Βιταμίνη C και Βιταμίνη E.
Το β΄ τρίμηνο πραγματοποιείται η ωρίμανση των οργάνων και η σκλήρυνση των ιστών και έτσι χρειάζεται κυρίως : ασβέστιο, μαγνήσιο, ψευδάργυρος, σίδηρος, σελήνιο, χρώμιο, Βιταμίνη Α, θειαμίνη, ριβοφλαβίνη, Βιταμίνη D, βιταμίνη C και ΒιταμίνηE.
Τέλος, το γ΄ τρίμηνο είναι το στάδιο αποθήκευσης λίπους : Βιταμίνη C και ασβέστιο για τα δόντια και τα οστά αλλά την παραγωγή γάλακτος.
Επιπλέον, ψευδάργυρος, σίδηρος, μαγνήσιο, Βιταμίνη E και βιταμίνη Κ.
Πρωτεΐνες
Οι πρωτεΐνες είναι τα κύρια στοιχεία της δομής των κυττάρων και των ιστών, που αποτελούν τους μυς, τα οστά, τους συνδετικούς ιστούς και πολλά από τα τοιχώματα των οργάνων. Αποτελούνται από αμινοξέα, που είναι ζωτικής σημασίας για τα σωματικά κύτταρα και τους ιστούς.
Η συνιστώμενη διαιτητική πρόσληψη (RDA) για τις πρωτεΐνες στην διάρκεια της εγκυμοσύνης ανέρχεται στα 71γρ δηλαδή 25γρπερισσότερα από τα επίπεδα που συναντούμε στις μη εγκύους με φυσιολογικό βάρος.
Οι πρωτεΐνες θα παίξουν τον πρώτο, κύριο και βασικό ρόλο στην εγκυμοσύνη και το βάρος γέννησης:
1. Θα διαπλάσουν τα νέα κύτταρα και θα τα διαμορφώσουν σε κυτταρικά συγκροτήματα και οργανικά συστήματα, συντηρώντας, ταυτόχρονα,
2. την υγεία των οργανικών συστημάτων της εγκυμοσύνης και επιπλέον,
3. θα συνεργασθούν με το Ασβέστιο, το Φθόριο, το Φωσφόρο και με την μεσολαβητική βοήθεια της Βιταμίνης Α και D θα «κτίσουν» γερό τον καινούργιο σκελετό, που θα στηρίξει τον καινούργιο άνθρωπο.
Οι πρωτεΐνες πρέπει να προέρχονται κατά το ήμισυ από ζωικά τρόφιμα (κρέας, ψάρι, κοτόπουλο, συκώτι, αυγά, γάλα, τυρί) και κατά το άλλο ήμισυ από φυτικά τρόφιμα (όσπρια, ρύζι, δημητριακά, ψωμί).
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται από τους αποκλειστικούς χορτοφάγους, γιατί τα φυτικά προϊόντα παρέχουν πρωτεΐνες όχι υψηλής βιολογικής αξίας, αφού τα αμινοξέα που περιέχουν δεν είναι στην σωστή αναλογία.
Η αυξημένη πρόσληψη πρωτεΐνης πάνω από τα επιτρεπτά όρια είναι και επικίνδυνη και άχρηστη, διότι, ο οργανισμός την εποχή αυτή αξιοποιεί τα θρεπτικά συστατικά με εκπληκτική επιμέλεια και σε δείκτη 100%. Αξιοποιεί, όμως, μόνον τόσο και όσο είναι βιολογικώς αναγκαία και για τους δύο οργανισμούς.
Συνεπώς, το περίσσευμα δεν θα το χρησιμοποιήσει, με κίνδυνο να επιβαρυνθούν άλλα οργανικά συστήματα (κυρίως οι νεφροί) και με συνέπεια παθολογικές καταστάσεις (λεύκωμα στα ούρα, οιδήματα κλπ.) και φυσικά παχυσαρκία, την οποία σήμερα συμπεριλαμβάνεται στις παθολογικές πλέον, οργανικές κακώσεις.
Προτεινόμενη πρωτεϊνική πρόσληψη κατά την κύηση (ενήλικες και έφηβες)
+25γρ/day, ή 1,1γρ/kg/d (επιθυμητό βάρος κατά την έναρξη της εγκυμοσύνης)(Washington, DC, 2002, National Academy Press)
Υδατάνθρακες
Καθώς αυξάνονται οι ενεργειακές απαιτήσεις κατά την εγκυμοσύνη, πρέπει η διατροφή της εγκύου να περιλαμβάνει το καλύτερο είδος υδατανθράκων και καθόλου άχρηστες θερμίδες.
Οι υδατάνθρακες είναι οι μεγάλοι βοηθοί της διατροφής της εγκυμοσύνης, λόγω της υψηλής βιολογικής τους ικανότητας να μεταβολίζονται γρήγορα και να αξιοποιούνται ενεργειακά από τον οργανισμό σε μικρό χρονικό διάστημα, αποδίδοντας σε θερμίδες το φορτίο τους.
Η ελάχιστη απαιτούμενη ποσότητα υδατανθράκων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ανέρχεται σε 135-175γρ την ημέρα :
α. για να είναι ικανοποιητική η πρόσληψη θερμίδων της διατροφής,
β. να αποφευχθεί η γέννηση νεογνού με χαμηλό βάρος,
γ. να αποφευχθεί η κέτωση καιε. να διατηρηθούν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
Λίπη
Ο ρόλος των λιπών στην έγκυο γυναίκα δε διαφέρει από αυτόν στα υπόλοιπα άτομα.
1. Δημιουργούν ένα προστατευτικό σώμα στις μεταβολές τις θερμοκρασίας.
2. Προστατεύουν τα ζωτικά όργανα και τα θερμαίνουν.
3. Είναι βασικά συστατικά της κυτταρικής μεμβράνης και του κεντρικού νευρικού συστήματος
4. Βοηθούν στην απορρόφηση των λιποδιαλυτών βιταμινών Α,D,Ε,Κ.
5. Βοηθούν στην πρόσληψη των απαραίτητων λιπαρών οξέων (λινελαικό και λινολενικό οξύ), τα οποίαδε συνθέτονται στον ανθρώπινο οργανισμό.
Μια πλήρης και ισορροπημένη διατροφή, περιέχει αρκετή ποσότητα λίπους και ελαίων. Η ενεργειακή τους περιεκτικότητα καλύπτει το 30-35% των ημερήσιων αναγκών. Τα λιπίδια γενικά στην κύηση παρουσιάζονται αυξημένα.Ανάλογες αυξήσεις παρατηρούνται και στη χοληστερόλη,
Υποστηρίζεται ότι οι αυξήσεις αυτές έχουν ανάλογη σχέση με εκείνη των οιστρογόνων κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.
ΠΡΟΣΟΧΗ: κατά την διάρκεια της κύησης δεν πρέπει να αυξάνεται η ποσότητα των λιπών.
Η ημερήσια αποδεκτή ποσότητα σε λίπη ανέρχεται σε 80-100 γραμμάρια/24ωρο για μια φυσιολογική έγκυο, ενώ για μια παχύσαρκη, η ποσότητα αυτή θα πρέπει να διαιρείται δια δύο.
Βιταμίνες
Οι βιταμίνες είναι οργανικές ουσίες, απαραίτητες για την κανονική λειτουργία του οργανισμού. Το σώμα μπορεί να αποθήκευση τις λιποδιαλυτές βιταμίνες (A,D,E, και K), όχι όμως και τις υδατοδιαλυτές (σύμπλεγμα βιταμινών Β και C), οι οποίες πρέπει να προσλαμβάνονται καθημερινά. Η πρόσληψη βιταμινών μπορεί να γίνει μέσω της διατροφής ή μέσω των συμπληρωμάτων.
Αν γενικά η δίαιτα της εγκύου είναι σωστή και ισορροπημένη, τότε δεν χρειάζεται συμπληρωματική χορήγηση βιταμινών, αν και οι απαιτήσεις για τις περισσότερες βιταμίνες είναι υψηλότερες κατά την εγκυμοσύνη.
Οι βιταμίνες που κυρίως αφορούν την έγκυο είναι το φολικό οξύ , η βιταμίνη C και η βιταμίνη D.Μετά την όγδοη εβδομάδα ο πλακούντας αρχίζει να συγκεντρώνει ενεργητικά στο αίμα της μητέρας τις περισσότερες από τις βιταμίνες, διαδικασία η οποία μπορεί ωστόσο να προκαλέσει στη μητέρα μια ελαφριά έλλειψη βιταμινών.
Έλλειψη βιταμινών στη δίαιτα της μέλλουσας μητέρας μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα ασθενικό μωρό ή/και αποβολή. Υπάρχουν μερικές ενδείξεις ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμινών μπορεί να οδηγήσουν σε κάποια εκ γενετής ελαττώματα στα νεογέννητα. Ωστόσο, δεν είναι αποδεκτή και η λήψη υψηλών επιπέδων οποιασδήποτε βιταμίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, εκτός ίσως από το φολικό οξύ.
ΛΙΠΟΔΙΑΛΥΤΕΣ ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ ( Α, D, E, K )
Βιταμίνη Α
Η βιταμίνη Α και γενικά τα καροτένια, έχουν τη δυνατότητα να διαπεράσουν τον πλακούντα και να αποθηκευτούν στον εμβρυϊκό οργανισμό. Η βιταμίνη αυτή σχετίζεται με την ανάπτυξη των κυττάρων του εμβρύου, της καρδιάς του, του κυκλοφορικού και του νευρικού του συστήματος.Ο βασικός της όμως ρόλος, είναι η διατήρηση της δομικής και λειτουργικής ικανότητας των κυττάρων. Είναι απαραίτητη για την υγιή κατάσταση των επιθηλιακών ιστών. Στη φάση που το βάρος του εμβρύου αυξάνεται με ταχύτερους ρυθμούς (κατά τους τελευταίους τρεις μήνες) είναι αυξημένες και οι ανάγκες για επαρκή πρόσληψη βιταμίνης Α. Οι ανάγκες της εγκύου στη σε βιταμίνη Α είναι 750μg για τις γυναίκες 18 χρονών και κάτω, και 770μg για γυναίκες 18 χρονών και πάνω, γι αυτό και η χορήγηση συμπληρώματος δεν κρίνεται αναγκαία.Εξάλλου, υπερβολική πρόσληψη βιταμίνης Α προκαλεί τερατογένεση και σχετίζεται με χαμηλό μήκος γέννησης και μικρότερη περίμετρο κεφαλής καθώς και για εκ γενετής νευρικές ανωμαλίες.Η κύρια επίπτωση της μειονεκτικής πρόσληψης βιταμίνης Α κατά την κύηση, είναι τα μειωμένα επίπεδα βιταμίνης Α στο νεογνό κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του. Αυτό έχει ως συνέπεια τη μειωμένη άμυνα του νεογέννητου σε λοιμώξεις. Επίσης, πιθανή έλλειψή της μπορεί να προκαλέσει μείωση της ανάπτυξης, νυκταλωπία, (αδυναμία να βλέπει κανείς σε λίγο φως) και ξηροδερμία του βλεννογόνου. Τέλος, η έλλειψη αυτής της βιταμίνης αυξάνει τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα.
Βιταμίνη D
Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των οστών, την απορρόφηση και χρησιμοποίηση του ασβεστίου, του φωσφόρου και του σιδήρου. Η διαιτητική πρόσληψη αναφοράς (DRI) για τη βιταμίνη D κατά την εγκυμοσύνη είναι 5μg.Πιθανή έλλειψη της κατά την κύηση μπορεί να προκαλέσει χαμηλό βάρος γέννησης, καθυστέρηση της ενδομήτριας ανάπτυξης, μεταγεννητική υπασβεστιαιμία και υποπλασία των δοντιών.Αντίθετα, υπερβολική πρόσληψη της μπορεί να αποβεί τοξική.
Βιταμίνη Ε
Η βιταμίνη Ε (τοκοφερόλη) είναι η βασικότερη βιταμίνη για τη λειτουργία της αναπαραγωγής. Πρόκειται για μία αντιοξειδωτική ουσία που βοηθά στην εξουδετέρωση των κυτταρικών βλαβών. Η πιο ενεργός μορφή είναι ή α-τοκοφερόλη. Η συνιστώμενη ημερήσια πρόληψη στην εγκυμοσύνη είναι 15mg.Η βασικότερη λειτουργία της βιταμίνης Ε είναι η πρόσληψη της οξείδωσης των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, τα οποία συμμετέχουν στη δομή των κυτταρικών μεμβρανών.Επίσης παρέχει προστασία στη βιταμίνη Α από την οξείδωση, στο γαστρεντερικό σωλήνα, έτσι ώστε να απορροφάται το μεγαλύτερο δυνατό ποσό.Η κατανάλωση υψηλών δόσεων της βιταμίνης αυτής κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης δεν εμφανίζεται να συνδέεται με ένα αυξημένο κίνδυνο για σημαντικές δυσμορφίες, αλλά μπορεί να συνδεθεί με τη μείωση στο βάρος γέννησης. Πλούσια κατανάλωση λαχανικών και φυτικών ελαίων ( κυρίως ελαιόλαδου ) χορηγούν τις απαιτούμενες ποσότητες σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα και βιταμίνη Ε.
Βιταμίνη Κ
Η βιταμίνη Κ είναι απαραίτητη για την πήξη του αίματος και πιθανή έλλειψη της μπορεί να προκαλέσει αυξημένη τάση για αιμορραγία, στη μέλλουσα μητέρα και ιδίως στα νεογέννητα.Η διαιτητική πρόσληψη αναφοράς (DRI) για τη βιταμίνη αυτή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ανέρχεται σε 75 mg την ημέρα για της γυναίκες κάτω από 18 χρονών και σε 90mg τη ημέρα για γυναίκες πάνω από 18 χρονών.Τροφές πλούσιες σε βιταμίνη Κ είναι το συκώτι, ο κρόκος του αυγού, το βούτυρο, το λάδι, τα πράσινα λαχανικά, το κουνουπίδι και η ντομάτα.
ΥΔΑΤΟΔΙΑΛΥΤΕΣ ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ
Σύμπλεγμα βιταμινών Β
Το σύμπλεγμα των βιταμινών Β βοηθάει στην καλή διεκπεραίωση του χρόνου της εγκυμοσύνης και στην αύξηση της ανθεκτικότητας του νευρικού συστήματος το οποίο δέχεται φυσιολογικά, κατά την περίοδο αυτή.Οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β λαμβάνουν μέρος στο σχηματισμό νέων κυττάρων, μετατρέποντας την τροφή σε ενέργεια και παίζουν σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της εγκυμοσύνης.Σε αυτό το στάδιο, η λήψη επαρκούς ποσότητας βιταμινών Β αποτελεί προϋπόθεση για τη σωστή ανάπτυξη του εμβρύου.
Βιταμίνες Β1, Β2 και Β3
Οι βιταμίνες αυτές υποστηρίζουν τη διαδικασία παραγωγής ενέργειας. Έρευνες που έγιναν σε πειραματόζωα έδειξαν ότι ανεπάρκεια σε Β1(θειαμίνη), Β2(ριβοφλαβίνη) και Β3 κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη ανάπτυξη, σε εμβρυϊκό θάνατο και γενετικές δυσμορφίες.
Τα δημητριακά ολικής αλέσεως, τα όσπρια και τα κρέατα περιέχουν υψηλές ποσότητες βιταμίνης Β1. Το γάλα, το τυρί, το άπαχο κρέας και τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά περιέχουν ικανοποιητικές ποσότητες βιταμίνης Β2. Τα τρόφιμα που είναι πλούσια σε Β1 και Β2, καθώς και τρόφιμα με πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας είναι καλές πηγές της Β3.
Βιταμίνη Β5
Η βιταμίνη αυτή συντίθεται και από τα εντερικά βακτήρια, και έτσι ίσως να ενισχύεται η διαιτητική της πρόσληψη. Η βιταμίνη Β5 είναι ευρεία διαδεδομένη στα τρόφιμα και ιδιαίτερα στο κρέας, στα δημητριακά ολικής αλέσεως, στα καρύδια και στα όσπρια.
Βιταμίνη Β6
Οι απαιτήσεις σε Βιταμίνη Β6(πυριδοξάλη) κατά την εγκυμοσύνη αυξάνονται και ανέρχονται σε 1,9mg την ημέρα, όχι μόνο εξαιτίας των υψηλών απαιτήσεων σε μη απαραίτητα αμινοξέα αλλά και γιατί ο οργανισμός την περίοδο αυτή μετατρέπει περισσότερη νιασίνη από τυρπτοφάνη.
Τα δημητριακά ολικής αλέσεως, τα πίτουρα, οι ξηροί καρποί, τα όσπρια και ορισμένα κρέατα και ψάρια, εφοδιάζουν τον οργανισμό με σχετικά υψηλές ποσότητες βιταμίνης Β6.
Βιταμίνη Β7
Η βιταμίνη Β7 είναι αρκετά διαδεδομένη σε πολλά τρόφιμα και έτσι είναι εύκολη η κάλυψη των απαιτήσεων από τη δίαιτα.Εξάλλου, η σύνθεση της από τα εντερικά βακτήρια κάνει πιο εύκολη την κάλυψη γι’ αυτό και δεν έχει παρατηρηθεί ανεπάρκεια σε ανθρώπους.
Ωστόσο, τα επίπεδα της βιταμίνης το αίμα μειώνονται σταδιακά κατά την εγκυμοσύνη, χωρίς όμως η μείωση αυτή να συνδέεται απόλυτα με αρνητικές επιπτώσεις.
Βιταμίνη Β9
Η βιταμίνη Β9(φολικό οξύ) έχει καθοριστικό ρόλο στη σύνθεση του DΝΑ και την ομαλή κυτταρική διαίρεση.
Οι ανάγκες σε Β9 αυξάνονται κατά την εγκυμοσύνη, λόγω των αυξημένων απαιτήσεων για την παραγωγή μητρικών ερυθροκυττάρων, καθώς και για τη σύνθεση του DNA, που θα συντελέσει στη δημιουργία και ανάπτυξη του πλακούντα και του εμβρύου.
Μελέτες έχουν δείξει ότι η έλλειψη της βιταμίνης αυτής κατά την εγκυμοσύνη συνδέεται με χαμηλό βάρος γέννησης, καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξη, πρόωρο τοκετό, πρόωρη αποκόλληση του πλακούντα, αποβολή, μειωμένη οξυγόνωση του εμβρύου, αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ανωμαλιών του νευρικού σωλήνα του νεογνού και μεγαλοβλαστική αναιμία.
Η έγκυος πρέπει να λαμβάνει 600μg ημερησίως, από τον πρώτο μήνα της εγκυμοσύνης και συνίσταται τα 400μg να προσλαμβάνονται από την τροφή και τα 200μg από συμπληρώματα.Το φολικό οξύ βρίσκεται σε τροφές όπως τα πράσινα λαχανικά, τα πορτοκάλια και οι μπανάνες.Σε αντίθεση με άλλες βιταμίνες η συνθετική μορφή της βιταμίνης αυτής απορροφάται σε μεγαλύτερο ποσοστό απ’ ότι στη φυσική της μορφή της.Τα συμπληρώματα φολικού οξέος σύμφωνα με έρευνες μπορεί να βελτιώσουν την εμβρυϊκή ανάπτυξη, να αυξήσουν το βάρος γέννησης καθώς και την περίμετρο κεφαλής του νεογνού.
Βιταμίνη Β12
Η βιταμίνη Β12 αλληλεπιδρά στη διαδικασία της διαίρεσης των ερυθροκυττάρων. Η έλλειψη της μπορεί να προκαλέσει μεγαλοβλαστική αναιμία και η χρόνια ανεπάρκεια σε συνδυασμό με αναιμία, μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες στο νευρικό σύστημα.Ωστόσο, η έλλειψη της δε σχετίζεται με τη διαιτητική πρόσληψη, αφού η Β12 περιέχεται σε όλα τα ζωικής προέλευσης τρόφιμα.Η μακροχρόνια χρήση αντιβιοτικών, η οποία καταστρέφει τη γαστρεντερική χλωρίδα, καθώς επίσης και οι χορτοφαγικές δίαιτες που περιορίζουν σημαντικά τα ζωικά προϊόντα, μπορούν να οδηγήσουν σε έλλειψη της βιταμίνης αυτής και κατ’ επέκταση σε καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξη.
Βιταμίνη C
Η βιταμίνη C συμμετέχει στη σύνθεση του κολλαγόνου, που αποτελεί δομικό συστατικό οστών, μυών και αιμοφόρων αγγείων.Η διαιτητική πρόσληψη αναφοράς (DRI) για τη βιταμίνη αυτή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ανέρχεται σε 80-85mg ανά ημέρα.Γυναίκες που παρά τις σοβαρές αντενδείξεις, εξακολουθούν να καπνίζουν κατά την κύηση, θα πρέπει να παίρνουν καθημερινά πολύ μεγαλύτερες ποσότητες.Η βιταμίνη C βρίσκεται κυρίως στα εσπεριδοειδή (λεμόνια, πορτοκάλια, μανταρίνια) σε όλα τα πράσινα λαχανικά, τη ντομάτα, το γάλα, τα αυγά, το κρέας και στο συκώτι σε μικρή ποσότητα.
ΜΕΤΑΛΛΑ ΚΑΙ ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΙΑ
Μια πλήρης και ισορροπημένη διατροφή, για την περίοδο της εγκυμοσύνης, πρέπει να παρέχει στον οργανισμό επαρκεί ποσότητα ιχνοστοιχείων, αυτών των βασικών χημικών ουσιών που ενισχύουν την κανονική λειτουργία του οργανισμού.
Σίδηρος (Fe)
Κατά την εγκυμοσύνη παρατηρείται αύξηση των αναγκών σε Fe για :
1. την κάλυψη της ανάπτυξης του εμβρύου και του πλακούντα
2. την αύξηση της μάζας των ερυθρών αιμοσφαιρίων της μητέρας
3. την ανάπτυξη και δημιουργία των ερυθρών αιμοσφαιρίων του εμβρύου
4. την αποθήκευση του στο συκώτι του εμβρύου(γ’ τρίμηνο), ώστε να χρησιμοποιηθεί τους πρώτους 4-6 μήνες της ζωής του, κατά τους οποίους τρέφεται με το φτωχό σε Fe μητρικό γάλα.
Στην διάρκεια της εγκυμοσύνης απαιτούνται 27 mgFe και μια συνήθης δίαιτα περιέχει 10-15mg, από τα οποία μόλις το 10-15% απορροφάται. Συμπληρωματική χορήγηση 30mg Fe την ημέρα πιθανόν να απαιτείται από την αρχή της 12ης εβδομάδας, ενώ σε περιπτώσεις αναιμίας η συμπληρωματική δόση μπορεί να είναι επαρκής αλλά και συνεχής, διότι ο Fe εξαντλείται σε δευτερόλεπτα μέσα από το αίμα του εμβρύου.
Έρευνες έχουν δείξει ότι, η συμπληρωματική χορήγηση σιδήρου και η αύξηση της πρόσληψης σε έρευνες συνδέονται με υψηλότερο βάρος γέννησης και ιδανική περίμετρο κεφαλής.
O σίδηρος ( αιμικός σίδηρος, δισθενής Fe) που προέρχεται από ζωικής μορφής πηγές (συκώτι, πουλερικά, ψάρια, κρόκος αυγού) αφομοιώνεται ευκολότερα απ' ότι ο προερχόμενος (μη–αιμικός σίδηρος, τρισθενής Fe) από τα δημητριακά και τους ξηρούς καρπούς και επομένως απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή σε χορτοφάγους.
Η απορρόφησή (βιοδιαθεσιμότητα) του σιδήρου αυξάνει με παράλληλη κατανάλωση πηγών βιταμίνηςC όπως τα εσπεριδοειδή και τα λαχανικά, ενώ εμποδίζεται από τις πολυφαινόλες (τσάι, καφέ), το φυτικό οξύ (όσπρια, δημητριακά ολικής αλέσεως, σόγια), το οξαλικό οξύ (σπανάκι, φύλλα παντζαριού) και το Ca από τρόφιμα και συμπληρώματα.
Έλλειψη Fe κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην καλή έκβαση της εγκυμοσύνης και σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο γέννησης ελλιποβαρώννεογνών, πρόωρο τοκετό, αυξημένη περιγεννητική θνησιμότητα, καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξη και τέλος μειώνει τον ανεφοδιασμό οξυγόνου στο έμβρυο.Τα χαμηλά επίπεδα σιδήρου μπορεί να οδηγήσουν σε αναιμία και έτσι αυξάνεται ο κίνδυνος θανάτου από αιμορραγία κατά τον τοκετός.
Ασβέστιο (Ca)
Το Ca είναι το στοιχείο που βρίσκεται σε μέγιστο ποσοστό στον οργανισμό, αφού 99% των οστών και των δοντιών αποτελούνται από Ca.Η λήψη επαρκούς ποσότητας Ca είναι σημαντικός παράγοντας από την εποχή της σύλληψης, γιατίτα οστά και τα δόντια του εμβρύου αρχίζουν να σχηματίζονται κάπου μεταξύ 4ηςκαι 6ηςεβδομάδας.
Το Ca είναι επίσης ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη τωνμυών της καρδιάς και των νεύρων, για την πηκτικότητα του αίματος καιγια τηδραστηριότητα των ενζύμων. Από την αρχή της εγκυμοσύνης το ποσοστό απορρόφησης του Ca αυξάνεται συγκριτικά με τους υπόλοιπους ενήλικες.
Οι ανάγκες για ασβέστιο (Ca) είναι ίδιες για έγκυες και μη.Είναι 1300mg την ημέρα σε γυναίκες18 χρονών και κάτω, και 1000mg την ημέρα για γυναίκες 19 χρονών και πάνω.
Αν η έγκυος παίρνει λιγότερη ποσότητα από την προτεινόμενη μπορεί να προκληθούν σκελετικές διαταραχές στο έμβρυο, καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξηκαι πρόωρος τοκετός.Σε περίπτωση πολλαπλής εγκυμοσύνης οι ανάγκες για Ca ανέρχονται σε 2500mg την ημέρα.
Σε περίπτωση που η έγκυος γυναίκα δεν τρέφεται σωστά κατά τηνπερίοδο της εγκυμοσύνης, ο οργανισμός αναγκάζεται να πάρει το απαραίτητο Ca από τα οστά της ώστε να καλύψει τις ανάγκες του εμβρύου, με αποτέλεσμα την οστεομαλακία των οστών της λεκάνης, πόνοι των συνδέσμων της μήτρας, κράμπες, νευραλγίες, νευρικότητα, αϋπνία και προβλήματα μετα δόντια.
Οι ανάγκες αυτές είναι εύκολο να καλύπτονται με τη διατροφή γι’ αυτό και σπάνια είναι απαραίτητη η χορήγηση συμπληρωμάτωνCa.Ίσως, να πρέπει να χορηγούνται συμπληρώματα Caσε κυοφορούσες έφηβες,σε γυναίκες με πολλαπλή εγκυμοσύνη, σε γυναίκες με χρονίως μειονεκτική πρόσληψη Ca και σε γυναίκες που έχουν κίνδυνο εμφάνισης υπέρτασης της κύησης.Σε περίπτωση αυστηρής χορτοφαγίας απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή.Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την αφομοίωση του Ca,γι' αυτό ένα μέρος του καθημερινής πρόσληψης θα πρέπει να προέρχεται από τυρί και αυγά, τροφές που περιέχουν και τα δύο.
Ψευδάργυρος (Zn)
Ο Ζn εμπλέκεται στην κυτταρική διαίρεση και συνεπώς είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη του εμβρύου.Επίσης, ο Zn είναι σημαντικός για την ανάπτυξη, την επούλωση των τραυμάτων και τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και σχετίζεται με τη λειτουργία στης αντιγραφής των κυττάρων.
Η διαιτητική πρόσληψη αναφοράς (DRI) για τον Zn στις έγκυες γυναίκες ηλικίας 18 χρονών και κάτω ανέρχεται στα 13mg ενώ σε γυναίκες 19 χρονών και πάνω στα 11mg.Μειωμένα επίπεδα Ζn στο αίμα και στα λευκά αιμοσφαίρια εγκύων γυναικών οφείλεται είτε σε μειονεκτική πρόσληψη Ζn, είτε σε αυξημένη πρόσληψη φυτικών ινών, βιταμίνης Β9 και Fe που ανταγωνίζονται την απορρόφηση του Ζn.
Πηγές Ζn αποτελούν τα στρείδια και άλλα οστρακοειδή, το ρέγκες, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα όσπρια και τα ολόκληρα δημητριακά.Οι χορτοφάγοι είναι πιθανότερο να έχουν οριακά επίπεδα Zn, λόγω του ότι οι ζωικές τροφές είναι γενικά πλουσιότερη πηγή Zn απ' ότι είναι οι φυτικές, και ακόμα λόγω της αναστολής της απορρόφησης του ψευδαργύρου από ουσίες που βρίσκονται μέσα σε όσπρια καικυρίως τα οξαλικά και το φυτικό άλας.
Η έλλειψη Ψευδαργύρου είναι δυνατόν να ευνοεί τη γέννηση παιδιών με μικρότερο βάρος από αυτό που θα έπρεπε να έχουν ανάλογα με τη διάρκεια της κύησης. Επιπλέον, φαίνεται να αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης τοξιναιμίας της κύησης.
Φώσφορος (Ρ)
Ο Φώσφορος (Ρ) έχει σημαντικές λειτουργίες στα ερυθροκύτταρα και είναι δομικό συστατικό των οστών και των δοντιών. Η σπουδαιότητα του Ρ κατά την εγκυμοσύνη έγκειται στο γεγονός ότι προάγει την επαρκεί ανοργανοποίηση του εμβρυϊκού σκελετού και των πρώτων δοντιών του βρέφους.Η RDI για το φώσφορο είναι ίδια για έγκυες και μη και ανέρχεται σε 1250 mg την ημέρα σε γυναίκες 18 χρόνων και κάτω και 700mg την ημέρα σε γυναίκες 19 χρονών και πάνω.
Μαγνήσιο (Mg)
Το μαγνήσιο έχει σχεδόν την ίδια δράση με το ασβέστιο και το φώσφορο, αφού το μεγαλύτερο μέρος εναποτίθεται στα οστά. Η RDI για τοMg είναι 350-400mg την ημέρα. Τα πράσινα λαχανικά είναι πλούσια πηγή, καλές πηγές είναι επίσης, οι ξηροί καρποί και τα πίτουρα. Η ανεπάρκεια Mg κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μειώνει το βάρος γέννησης, αυξάνει τις πιθανότητες για πρόωρο τοκετό και προκαλεί νευρομυϊκές δυσλειτουργίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τρεμούλιασμα και σπασμούς.
Χαλκός (Cu)
Αν και θεωρείται απαραίτητος για την έγκυο δεν έχει παρατηρηθεί να επηρεάζει την ανάπτυξη του ανθρώπου. Η DRI για τον Cu στις έγκυες είναι 1000μg ημέρα. Η υπερβολική συμπλήρωση Fe εμποδίζει την απορρόφηση του χαλκού.
Ιώδιο (Ι)
Το Ι είναι σημαντικό συστατικό των θυρεοειδικών ορμονών, της θυροξίνης(Τ4) και της τριϊωδοθυρονίνης(Τ3). Η ανεπάρκεια Ι έχει αναγνωρισθεί ως η παγκόσμια αιτία νοητικής βλάβης, η οποία όμως είναι δυνατόν να προληφθεί. Η διανοητική και η νευρολογική βλάβη, λαμβάνουν χώρα λόγω έλλειψης της Τ4 κατά την διάρκεια της κρίσιμης φάσης της ανάπτυξης του εγκεφάλου. Τα πιο σημαντικά κλινικά αποτελέσματα της έλλειψης Ι είναι η βρογχοκήλη, ο υποθυρεοειδισμός και ο κρετινισμός. Η αιτιολογία του εμβρυϊκού υποθυρεοειδισμού αποδίδεται :είτε σε συγκεκριμένα ελαττώματα στη σύνθεση και στη χρησιμοποίηση της Τ4, η οποία προάγει το σποραδικό κρετινισμό,είτε σε ανεπάρκεια Ι, η οποία προκαλεί ενδημικό κρετινισμό.
Όταν ο υποθυρεοειδισμός εμφανίζεται με την έναρξη της σύλληψης και παραμένει ως και το δεύτερο περίπου έτος της ζωής (περίοδος κατά τη οποία η εμμυέλωση είναι πιο ενεργός) προάγει, ανέκκλητη πνευματική υστέρηση.
Ο κρετινισμός μπορεί να προληφθεί μέσω αντιμετώπισης της ανεπάρκειας του Ι, πριν τη σύλληψη ή κατά τη διάρκεια των πρώτων τριών μηνών της εγκυμοσύνης.
Το αλάτι είναι ο πιο ικανοποιητικός τρόπος εφοδιασμού σε Ι. Η RDI για το Ι είναι 220μg. Οι αυξημένες ανάγκες, φαίνεται ότι οφείλονται σε μείωση της δυνατότητας καθήλωσης του στον θυρεοειδή, γι’ αυτό και η αποβολή Ι με τα ούρα είναι αυξημένη στις έγκυες.
Φθόριο (F)
Η δημιουργία της αρχικής οδοντοστοιχίας ξεκινά στις 10-12 εβδομάδες της εγκυμοσύνης. Τα 32 από τα τελικά δόντια ξεκινούν να σχηματίζονται και να αναπτύσσονται κατά την εγκυμοσύνη. Γι’ αυτό, το λόγο, ίσως δικαιολογείται η συμπληρωματική χορήγηση F κατά την εγκυμοσύνη. Η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη είναι 3mg. Καλές πηγές F είναι το φθοριωμένο νερό, το τσάι, ο καφές, το ρύζι και τα φασόλια σόγιας.
Νάτριο (Να)
Το Να είναι ένα μέταλλο που παίζει σημαντικό ρόλο στην εγκυμοσύνη και συνδέεται θετικά με την περίμετρο κεφαλής του νεογνού. Η αύξηση του όγκου του αίματος στην έγκυο αυξάνει και τις ανάγκες σε νάτριο. Εντούτοις, η ημερήσια προτεινόμενη πρόσληψη νατρίου από έγκυες γυναίκες πρέπει να είναι υψηλότερη από 2-3g. Τέλος δεν συνιστάται σε έγκυες με οιδήματα.
Νερό
Το νερό, είναι κύριο συστατικό του ανθρώπινου οργανισμού. Οι ανάγκες του ανθρώπινου οργανισμού σε νερό έχουν υπολογιστεί στον ενήλικα σε 30-40 γραμ. ανά κιλό βάρους. Σε αυτά υπολογίζεται όχι μόνο το νερό που καταναλώνεται σε καθαρή μορφή, αλλά και αυτό που καταναλώνεται με τα τρόφιμα, δηλαδή το νερό που περιέχεται στις σούπες, στο γάλα, στους χυμούς φρούτων και στα λαχανικά. Τα αλκοολούχα ποτά, οι καφέδες, το τσάι και η σόδα καλό είναι να περιορίζονται γιατί είναι παράγοντες αφυδάτωσης και επίσης επηρεάζουν το έμβρυο που αναπτύσσεται.
Στην διάρκεια της εγκυμοσύνης, η ποσότητα του αίματος και των υγρών του σώματος αυξάνονται κατά 50%. Όπως αυξάνονται τα υγρά του σώματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, έτσι αυξάνεται και η ανάγκη για πρόσληψη υγρών. Εξάλλου, καιτοέμβρυο χρειάζεται υγρά, αφού το μεγαλύτερο μέρος του σώματος του, όπως και της εγκύου αποτελείται από νερό. Θα πρέπει να καταναλώνονται 6-8 ποτήρια, τουλάχιστον, υγρά την ημέρα (1 1/2 έως 2 λίτρα) συν 1/2 για κάθε ώρα ελαφριάς δραστηριότητας.
Οι ανάγκες αυξάνονται σε περίπτωση κατακράτησης πολλών υγρών (παραδόξως, πίνοντας άφθονα υγρά υποβοηθείται ο οργανισμός να αποβάλει περιττές ποσότητες υγρών), ή σε περιπτώσεις υπερβολικής ζέστης, αφού η αφυδάτωση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού.
Επικίνδυνες ουσίες
Όπως ακριβώς τα βασικά θρεπτικά στοιχεία από την τροφή περνούν μέσω του πλακούντα στο αίμα του εμβρύου, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο περνούν και άλλες ουσίες βλαβερές,όπως η καφεΐνη, το αλκοόλ, ο καπνός, τα ναρκωτικά και οι γλυκαντικές ουσίες. Εκτός από την διατροφή της, κάθε γυναίκα οφείλει προτού μείνει έγκυος να μετριάσει,αν όχι να διακόψει εντελώς τις «αποδεκτές» βλαπτικές ουσίες, δεδομένου εξάλλου ότι οι περισσότερες από αυτές έχουν εξαιρετικά αρνητικές επιδράσεις.
Στο 5ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο ανακοινώθηκε ότι τα φάρμακα, το κάπνισμα, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά μπορεί να προκαλέσουν ανωμαλίες στα σπερματοζωάρια, όπως επίσης και να είναι αιτίες για την παρουσίαση συγγενών ανωμαλιών στα έμβρυα ή ακόμα, και για αποβολές εμβρύου.
Επομένως και οι άντρες πρέπει να απέχουν από την κατανάλωση τέτοιων ουσιών πριν ακόμα αποφασίσουν να αποκτήσουν παιδί.
Αρκετά τρόφιμα και ορισμένες βιταμίνες που περιλαμβάνονται σε αυτά μπορούν να βοηθήσουν στην ελάττωση της κατανάλωσης τέτοιων ουσιών. Οι βιταμίνες της ομάδας Β, το ασβέστιο ο σίδηρος. το μαγνήσιο και το ποτάσιο, ελαττώνουν τη διάθεση για τσιγάρο καφέ και αλκοόλ, ενώ οι ηλιόσποροι, οι ντομάτες και οι μελιτζάνες έχουν ορισμένες ιδιότητες παρόμοιες με εκείνες της νικοτίνης.
Αλκοόλ
Όταν η έγκυος καταναλώνει αλκοόλ, το αλκοόλ εισχωρεί στη ροή αίματος του εμβρύου στην ίδια συγκέντρωση όπως και στο αίμα της εγκύου. Δυστυχώς το νευρικό σύστημα, το συκώτι και τα νεφρά του εμβρύου, δεν είναι ακόμη καλά σχηματισμένα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να απορροφήσουν και να αποβάλλουν το αλκοόλ τόσο γρήγορα όσο η έγκυος, με αποτέλεσμα το αλκοόλ να μένει περισσότερο χρόνο στο αίμα του εμβρύου παρά στο αίμα της μητέρας. Η κατανάλωση αλκοόλ κατά την εγκυμοσύνη εμποδίζει την παροχή οξυγόνο διαμέσου του ομφάλιου λώρου και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και υγεία του εμβρύου.
Η κυριότερη αρνητική επίδραση της κατανάλωσης αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι η εμφάνιση του εμβρυϊκού συνδρόμου του οινοπνεύματος (FAS). Το σύνδρομο αυτό παρατηρείται σε χαμηλή αλλά σημαντική συχνότητα, στα βρέφη των οποίων οιμητέρες καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες οινοπνεύματος στη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.
Αυτό το σύνδρομο έχει χαρακτηριστεί ως «συνέπειες μέθης που διαρκούν σε όλη τη ζωή», και οδηγεί σε χαμηλό βάρος γέννησης, προγεννητική και μεταγεννητική αναστολή της ανάπτυξης, αναπτυξιακή και διανοητική καθυστέρηση, διαταραχές στο νευρικό σύστημα, χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, ανωμαλίες του προσώπου (μικρή περίμετρος κεφαλής, χαμηλή ρινική πρόσφυση, ρινικές πτυχώσεις, μικροί βλεφαρικοί ιστοί, λεπτό άνω χείλος), ανωμαλίες της ανάπτυξης, ανωμαλίες στις αρθρώσεις και υψηλό ποσοστό νεογνικής θνησιμότητας.
Αργότερα, τα παιδιά με FAS παρουσιάζουν προβλήματα στη μάθηση, τη συμπεριφορά και την κοινωνικότητα, και γενικά στερούνται κρίσης, ενώ όσα έχουν προσβληθεί σοβαρά από το σύνδρομο αυτό, ποτέ δεν φτάνουν τα συνομήλικα τους πνευματικά ή σωματικά.
Εξάλλου, και οι άντρες που πίνουν πολύ, διατρέχουν, επίσης, υψηλό κίνδυνο να αποκτήσουν μωρά με χαμηλό βάρος γέννησης, συγγενείς ανωμαλίες και FAS.Κάθε φορά που μια έγκυος καταναλώνει αλκοόλ, ένα μέρος από αυτό φτάνει στο αίμα του εμβρύου, γεγονός που είναι ιδιαίτερα επιβλαβές στην κρίσιμη περίοδο μεταξύ 6ης και 12ης εβδομάδας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι σε άλλη περίοδο της εγκυμοσύνης δεν είναι επικίνδυνο.
Αντίθετα κάθε περίοδος ανάπτυξης που επηρεάσθηκε, φαίνεται ότι δημιουργεί τις δικές της ανωμαλίες. Επίσης, η κατανάλωση αλκοόλ στους τελευταίους έξι μήνες της εγκυμοσύνης μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο λευχαιμίας στο βρέφος. Έτσι λοιπόν, είναι προτιμότερο να αποφεύγεται τελείως από τις έγκυες γυναίκες.
Καφεΐνη
Η καφεΐνη είναι ένα τονωτικό που προκαλεί εθισμό, αυξάνει τους καρδιακούς παλμούς, ερεθίζει το νευρικό σύστημα, επιταχύνει το βασικό μεταβολισμό, προκαλεί μεταβολές οι οποίες επηρεάζουν τον καρδιακό παλμό, την αναπνοή και την ανάπτυξη του εμβρύου. Εκτός από τον καφέ μεγάλες ποσότητες καφεΐνης περιέχουν διάφορα είδη όπως η σοκολάτα, το κακάο, τα χάπια διαίτης, τα αναλγητικά, τα διουρητικά και τα διεγερτικά.
Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί στοιχεία που λένε ότι η κατανάλωση καφεΐνης κατά την κύηση, έχει αρκετές δυσμενείς επιδράσεις στην πορεία της και στο βάρος του νεογνού. Η καφεΐνη είναι γνωστό ότι διαπερνά τον πλακούντα έχει παρατεταμένη ημιπερίοδο ζωής στις εγκύους και μεταβολίζεται ελάχιστα από το έμβρυο. Η υψηλή πρόσληψη καφεΐνης στο τρίτο τρίμηνο μπορεί να είναι ένας παράγοντας κινδύνου για την καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξη και τη γέννηση μικρού για την κυητική ηλικία νεογνού, ειδικότερα εάν το έμβρυο είναι αγόρι. Επιπλέον, μεταξύ καπνιστών που πίνουν μεγάλες ποσότητες καφεΐνης κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, ο κίνδυνος χαμηλού βάρους γέννησης και πρόωρου τοκετού διπλασιάζεται.
Η καφεΐνη, εμποδίζει την απορρόφηση σημαντικών ιχνοστοιχείων για τον οργανισμό όπως το ασβέστιο και ο σίδηρος, κυρίως όταν καταναλώνεται μία ώρα πριν ή μετά το γεύμα. Επιπλέον, η καφεΐνη έχει διουρητικές ιδιότητες, με αποτέλεσμα να χάνεται ένα σημαντικό ποσοστό νερού και ηλεκτρολυτών, τα οποία είναι απαραίτητα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Κάπνισμα
Ο καπνός περιέχει ένα πλήθος χημικών ουσιών, τα οποία είναι τοξικά και μεταφέρονται στο έμβρυο από την πρώτη στιγμή της σύλληψης. Οι χημικές ουσίες του καπνού του τσιγάρου που απορροφώνται, εμποδίζουν άμεσα την ανάπτυξη του εμβρύου, περιορίζοντας τον αριθμό των παραγόμενων κυττάρων στο σώμα και τον εγκέφαλο του κυήματος. Το παθητικό κάπνισμα είναι ο σημαντικότερος παράγοντας παιδικής θνησιμότητας.
Όταν μια έγκυος εισπνέει τον καπνό ενός τσιγάρου, το επίπεδο του οξυγόνου στο αίμα της και σε αυτό που φτάνει στο έμβρυο, πέφτει δραματικά. Η νικοτίνη κάνει τα αιμοφόρα αγγεία να συστέλλονται και έτσι να περιορίζουν την ποσότητα του αίματος που πηγαίνει στον πλακούντα, εμποδίζοντας έτσι τη διατροφή του εμβρύου. Το επίπεδο μονοξειδίου του άνθρακα είναι υψηλότερο στο αίμα της καπνίστριας με αποτέλεσμα να συγκεντρώνεται στο αίμα του εμβρύου, και ως δηλητήριο που είναι, περιορίζει την ποσότητα του οξυγόνου που μπορεί να μεταφέρει το αίμα.
Το χαμηλό βάρος γέννησης των νεογέννητων και η καθυστέρηση στην ενδομήτρια ανάπτυξη, παιδιών που προέρχονται από καπνίστριες μητέρες, αυξάνουν τις πιθανότητες για διάφορες ασθένειες σε πολύ σημαντικό βαθμό, γιατί τα βρέφη αυτά έχουν παράλληλα τρεις φορές μειωμένη την ικανότητα να παράγουν αντισώματα και να αμύνονται κατά των λοιμώξεων, σε σύγκριση με τα νεογέννητα των μη καπvιστριών εγκύων. Έτσι, τα βρέφη αυτά είναι πιο ευάλωτα στις πνευμονίες, βρογχίτιδες, ωτίτιδες και άλλες λoιμώξεις.
Τα μωρά μητέρων που καπνίζουν έχουν τις διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν από σύνδρομο αιφνίδιου εμβρυϊκού θανάτου και από σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου σε σχέση με τα έμβρυα και τα βρέφη αντίστοιχα των γυναικών που δεν καπνίζουν. Τα παιδιά από πατέρες που καπνίζουν πολύ έχουν διπλάσιες πιθανότητες να γεννηθούν με κάποιας μορφής δυσπλασία.Το κάπνισμα μπορεί να έχει και μακροχρόνιες επιπτώσεις. Έχει διαπιστωθεί ότι παιδιά καπνιστών που εξετάστηκαν στην ηλικία των πέντε, των επτά και των έντεκα χρόνων παρουσιάζουν μειωμένη ανάπτυξη, διαταραχές στη συμπεριφορά και δυσκολίες μάθησης.
Μελέτες έχουν αποδείξει ότι το κάπνισμα κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης αυξάνει τον κίνδυνο κολπικής αιμορραγίας, καρδιαγγειακών παθήσεων, πνευμονοπαθειών και καρκίνου στη μητέρα και σχετίζεται µε την απόκτηση παιδιών χαμηλού βάρους και με πάσης φύσεως συγγενείς δυσπλασίες όπως είναι το λυκόστομα, το λαγώχειλο και οι ανωμαλίες του κεντρικού νευρικού συστήματος, με το βαθμό κινδύνου να είναι μεγαλύτερος από διπλάσιο σε εκείνες που καπνίζουν υπερβολικά.
Έχει αναφερθεί ότι, οι γυναίκες που καπνίζουν διαθέτουν ελαττωμένα επίπεδα ή αυξημένες απαιτήσεις για συγκεκριμένα θρεπτικά συστατικά, όπως την βιταμίνη C, τη Β-καροτίνη, την βιταμίνη Β6, την βιταμίνη Β9, την βιταμίνη Β12, το ψευδάργυρο και το σίδηρο.