Τι είναι η ινοσιτόλη;
Ποιος ο ρόλος της στη γονιμότητα, στην αναπαραγωγή, στο σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών, στη Χασιμότο, στη φυσιολογία του ανθρώπινου νευρικού συστήματος, στη θεραπεία κρίσεων πανικού και Αλτσχάιμερ και στη θεραπεία υπερλιπιδαιμίας αλλά και στη θεραπεία της τριχόπτωσης και των δερματικών εξανθημάτων.
Την τελευταία δεκαετία γίνεται πολλή συζήτηση για τις θεραπευτικές ιδιότητες της μυο- και d chiro- ινοσιτόλης, την οποία προσωπικά λατρεύω να χρησιμοποιώ ως συμπλήρωμα διατροφής και ως θεραπευτική προσέγγιση σε ενδοκρινολογικές παθήσεις.
Η ινοσιτόλη είναι γνωστή σαν βιταμίνη Β8, ένα φυσικό ισομερές της γλυκόζης. Αποτελεί σημαντικό ενδιάμεσο στοιχείο κλειδί, των δεύτερων αγγελιαφόρων, αλλά και κυρίαρχο συστατικό των φωσφολιπιδίων των κυτταρικών μεμβρανών που εμπλέκεται σε πολλές βιολογικές διαδικασίες.
Η μοναδική χημική της δομή, της επιτρέπει να μπορεί να “μπαίνει” και να “ βγαίνει” από τα κύτταρα, διαδραματίζοντας τον καταλυτικό της ρόλο. Είναι σημαντικός ο ρόλος της στο πώς οι νευροδιαβιβαστές δουλεύουν στον εγκέφαλο και στο σώμα, περιλαμβάνοντας και αναστροφή της απευσθητοποίησης της σεροτονίνης., ρυθμίζοντας έτσι την δραστηριότητα της σεροτονίνης.
Ακόμη είναι σημαντική για τα σήματα μεταγωγής για το ασβέστιο και την ινσουλίνη.
Aποτελεί ακόμη συστατικό του βιολογικού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών.
Η ινοσιτόλη συμβάλλει στην επεξεργασία πληροφοριών μέσα στο κύτταρο, π.χ. των βιολογικών πληροφοριών που περιέχονται στις ορμόνες.
Οι δεύτεροι αγγελιαφόροι είναι μόρια στο εσωτερικό των κυττάρων που δρούν για τη μετάδοση σημάτων από έναν υποδοχέα σε ένα στόχο. Ο όρος, δεύτεροι αγγελιαφόροι, επινοήθηκε από την ανακάλυψη αυτών των ουσιών, με σκοπό να τις διακρίνει από τις ορμόνες και άλλα μόρια που λειτουργούν έξω από το κύτταρο ως «πρώτοι αγγελιαφόροι " στη μετάδοση των βιολογικών πληροφοριών.
Ένας μεγάλος αριθμός μορίων, έχουν χαρακτηρισθεί σαν δεύτεροι αγγελιαφόροι, όπου μεταξύ των άλλων περιλαμβάνονται και μόρια που προέρχονται από τα φωσφολιπίδια (τριφοσφωρική ινοσιτόλη).
Ένας γενικός μηχανισμός -σύστημα- δεύτερου αγγελιαφόρου μπορεί να χωριστεί σε τέσσερα στάδια.
Πρώτον, ο αγωνιστής ενεργοποιεί έναν υποδοχέα δεσμευμένο στη μεμβράνη.
Δεύτερον, η ενεργοποιημένη πρωτεΐνη G παράγει έναν βασικό τελεστή.
Τρίτον, η κύρια επίδραση διεγείρει τη σύνθεση του δεύτερου αγγελιαφόρου.
Τέταρτον, ο δεύτερος αγγελιαφόρος ενεργοποιεί μια ορισμένη κυτταρική διαδικασία.
Οι υποδοχείς που συνδέονται με την G-πρωτεΐνη για το σύστημα ΡΙΡ2 (διφωσφορικής φωσφατιδυλ-ινοσιτόλης)αγγελιαφόρου, παράγει δύο τελεστές, φωσφολιπάση C (PLC) και φωσφοϊνοσιτιδίου 3-κινάσης (ΡΙ3Κ).Η PLC ως τελεστής παράγει δύο διαφορετικούς δεύτερους αγγελιαφόρους, τριφωσφορική ινοσιτόλη (IP3) και διακυλογλυκερόλη (DAG).
Η (τριφωσφορική ινοσιτόλη) IP3 είναι διαλυτή και διαχέεται ελεύθερα στο κυτταρόπλασμα.
Ως δεύτερος αγγελιαφόρος, αναγνωρίζεται από τον υποδοχέα τριφωσφορικής ινοσιτόλης (IP3R), έναν δίαυλο Ca2 + στη μεμβράνη του ενδοπλασματικού δικτύου (ER), το οποίο αποθηκεύει ενδοκυτταρικό Ca2 +. Η σύνδεση της (τριφωσφορικής ινοσιτόλης) ΙΡ3 στον υποδοχέα της, απελευθερώνει
Ca2 + από το ενδοπλασματικό δίκτυο, στο υπό κανονικές συνθήκες φτωχό σε Ca2 + κυτταρόπλασμα, η οποία στη συνέχεια ενεργοποιεί την σηματοδότηση διάφορων εκδηλώσεων του Ca2 +. Συγκεκριμένα στα αιμοφόρα αγγεία, η αύξηση της συγκέντρωσης Ca2 + από (τριφοσφωρική ινοσιτόλη) IP3 απελευθερώνει οξείδιο του αζώτου, το οποίο στη συνέχεια διαχέεται μέσα στο λείο μυϊκό ιστό και προκαλεί χαλάρωση.
Το 1984 με µία εργασία που δημοσιεύτηκε στο Nature, η τριφωσφορική ινοσιτόλη κατατάσσεται επισήµως στους δεύτερους αγγελιαφόρους µεταφοράς κυτταρικών σηµάτων. Μέχρι το 2010 ο όγκος της βιβλιογραφίας ξεπερνά τις 20.000 δηµοσιεύσεις σε πολλά επιστηµονικά περιοδικά. Ο ρόλος της ξεκινά από τη βιολογία, εμπλέκεται στην ιατρική (σε ειδικότητες όπως της νευρολογίας, της ενδοκρινολογίας και της παθολογίας), και πραγματώνεται στην φαρµακευτική. Ενώ ο ρόλος της ινοσιτόλης στο νευρικό σύστημα αποδεινκύεται καθοριστικός.
Η φόρμουλα ινοσιτόλης χάρη στη σύνθεση της συμβάλλει στη φυσιολογική λειτουργία του νευρικού συστήματος.
Τα τελευταία χρόνια γίνονται έρευνες για το πώς ένας ακόμη παράγοντας, η ινοσιτόλη, μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία του θυρεοειδούς.
Η ινοσιτόλη θεωρείται από τους περισσότερους ερευνητές ένας βιταμινούχος παράγοντας του συμπλέγματος βιταμινών B (Β8).
Με επιστημονικούς όρους, η ινοσιτόλη είναι μια χημική ένωση που αποκαλείται καρβοκυκλική πολυαλκοόλη, της οποίας η πιο σημαντική μορφή στη φύση είναι η μυοϊνοσιτόλη.
Η ινοσιτόλη συντίθεται ενεργά στο εσωτερικό του ανθρώπινου οργανισμού και η παραγόμενη ποσότητα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που προσλαμβάνεται με τη διατροφή. Οι δύο ιστοί που φαίνεται να εμπλέκονται κυρίως είναι το ήπαρ και οι νεφροί.
Όπως και οι άλλες βιταμίνες της ομάδας B, η ινοσιτόλη είναι υδατοδιαλυτή, λόγος για τον οποίο μια πιθανή πρόσληψη σε καθαρή μορφή δεν προκαλεί δυσανεξία ή τοξικότητα.
Η ινοσιτόλη παρεμβαίνει θετικά:
• Στη δομή των κυτταρικών μεμβρανών
• Στον έλεγχο του μεταβολισμού λιπών και σακχάρων
• Στην αύξηση των μαλλιών
• Στον έλεγχο της λειτουργίας των νευρικών κυττάρων
• Στις διαδικασίες κυτταρικής αύξησης, γονιμοποίησης και απέκκρισης
Έρευνες έχουν δείξει ότι υψηλές δόσεις ινοσιτόλης μπορούν να βοηθήσουν στην θεραπεία της κατάθλιψης, σε ψυχαναγκαστικές διαταραχές, και διαταραχές άγχους.
Φαίνεται επίσης ότι μπορεί να βοηθήσει γυναίκες που εμφανίζουν το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών. Η λήψη της, σε δόσεις 2000-4000 mg, σε καθημερινή βάση δείχνει:
1. Να αυξάνει την πιθανότητα εγκυμοσύνης σε ασθενείς με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών
2. Να μειώνει τα επίπεδα ανδρογόνων στο αίμα κι επομένως να βελτιώνει τα σχετικά συμπτώματα όπως την ακμή και την υπερτρίχωση
3. Να μειώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη, που συχνά συνυπάρχει με το σύνδρομο
Αντίστροφα η ανεπάρκεια της ινοσιτόλης μπορεί να οδηγήσει σε αρτηριοσκλήρωση, δυσκοιλιότητα, τριχόπτωση, υψηλά επίπεδα χοληστερόλης, νευρικότητα, εναλλαγές διαθέσης και δερματικά εξανθήματα.
Η ινοσιτόλη είναι ένα ισομερές της γλυκόζης που υπάρχει στα κύτταρα του οργανισμού και ειδικότερα σε εκείνα του εγκεφάλου και της καρδιάς.
Αναφέρεται επίσης και σαν μυο-ινοσιτόλη ή σαν IP6. Βοηθάει τον μεταβολισμό των λιπών στο ήπαρ και είναι βασικό συστατικό για τη νευροδιαβίβαση και την υγεία των μυών.Είναι συστατικό πολλών τροφίμων όπως φασόλια, πεπόνι, εσπεριδοειδή, ξηροί καρποί και σπόροι.
Οι τροφές αυτές περιέχουν το συστατικό φυτικό οξύ το οποίο μετατρέπεται στο στομάχι σε ινοσιτόλη. Δεν έχει οριστεί συνιστώμενη ημερήσια δοσολογία για την ινοσιτόλη. Η θεραπευτική δοσολογία κυμαίνεται από 250-500 mg και προτείνεται να συνδυάζεται με χολίνη. Η υπερδοσολογία μπορεί να προκαλέσει διάρροια και εντερικά αέρια.
Η ινοσιτόλη παίρνει μέρος στις εξής λειτουργίες:
1) Εμφανίζει κάποιου βαθμού λιποτροπική επίδραση(χημική συγγένεια)προς τα λίπη.Με αυτή τη συμπεριφορά η ινοσιτόλη βοηθάει στο μεταβολισμό των λιπών και πιθανόν στη μείωση του επιπέδου της χοληστερίνης στο αίμα.
2) Σε συνδυασμό με τη χολίνη και άλλες ουσίες πιθανόν να προστατεύσει τα αγγεία από αρτηριοσκλήρωση.
3) Φαίνεται ότι είναι πρόδρομος ουσία των φωσφοινοσιτών ,δηλαδή ουσιών που βρίσκονται στους ιστούς και ιδιαίτερα στον εγκέφαλο.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ
Γνωστά μόνο σε ζώα. Εχουν σχέση με τη μειονεκτική ανάπτυξή τους και τη μείωση της τριχοφυΐας τους. Δεν αναφέρονται συμπτώματα ανεπάρκειας της στον άνθρωπο.
ΥΠΕΡΒΙΤΑΜΙΝΩΣΗ
Δεν αναφέρεται μέχρι σήμερα.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ
Δεν έχουν καθορισθεί οι ημερήσιες ανάγκες ινοσιτόλης στον άνθρωπο. Οι Θεραπευτικές δόσεις της που θα πρέπει να χορηγούνται κάτω από ιατρική παρακολούθηση, κυμαίνονται στα 500-1000mg/ημέρα.
ΠΗΓΕΣ
Οι τροφές ανάλογα με την περιεκτικότητα τους σε ινοσιτόλη διακρίνονται σε:
• Πλούσιες πηγές: νεφρά, μυαλά, συκώτι, ζύμη, καρδιά, εσπεριδοειδή.
• Καλές πηγές: μυώδη κρέατα, φρούτα, ξεροί καρποί, όσπρια, γάλα και λαχανικά.
ΣΧΟΛΙΑ
Αμφισβητείται η κατάταξή της ως βιταμίνης. γιατί δεν είναι γνωστό αν η ινοσιτόλη συντίθεται στο σώμα στις αναγκαίες ποσότητες.
Προφυλάξεις κατά τη χρήση/αλληλεπιδράσεις :
Να μην λαμβάνεται από ασθενείς που λαμβάνουν φαρμακευτικά σκευάσματα με λίθιο.
Η λήψη της μπορεί να μειώσει την απορρόφηση του σιδήρου, του ασβεστίου και του ψευδαργύρου. Δεν υπάρχουν μελέτες σχετικά με την ασφάλεια της συμπληρωματικής λήψης της κατά την εγκυμοσύνη και το θηλασμό και συνεπώς θα πρέπει να αποφεύγεται.
Το vita4you σας ενημερώνει ότι τα συμπληρώματα διατροφής δεν υποκαθιστούν την ισορροπημένη διατροφή ή την ιατρική συμβουλή/ γνωμάτευση και δεν είναι φάρμακα.
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μεγάλη αύξηση στην εμφάνιση παθήσεων του θυρεοειδούς στις περισσότερες χώρες.
Κι αυτό όχι μόνο επειδή έχουμε τη δυνατότητα πλέον να κάνουμε έγκαιρη διάγνωση -κι άλλοι παράγοντες συνέβαλαν σε αυτήν την αύξηση.
Τα γονίδια παίζουν σίγουρα σημαντικό ρόλο καθώς ένα άτομο με θετικό οικογενειακό ιστορικό για νόσους του θυρεοειδούς παρουσιάζει μια σημαντικά υψηλότερη πιθανότητα ανάπτυξης μιας νόσου του θυρεοειδούς αδένα.
Επίσης, το περιβάλλον μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη αυτών των παθήσεων.
Για παράδειγμα, σε περιοχές με σοβαρή ανεπάρκεια σεληνίου (Se), μπορεί να παρατηρηθεί μια υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης θυρεοειδίτιδας, λόγω μειωμένης δραστηριότητας της εξαρτώμενης από το σελήνιο υπεροξειδάσης εντός των θυρεοειδικών κυττάρων.
Τα εξαρτώμενα από το σελήνιο ένζυμα παίζουν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Έτσι, ακόμη και η ήπια έλλειψη σεληνίου μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη αυτοάνοσων νόσων του θυρεοειδούς, σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές.
Σημαντικό είναι ότι η καφεΐνη μπορεί να συμβάλει στην έλλειψη της ινοσιτόλης -τα άτομα που πίνουν πάνω από δύο φλιτζάνια καφέ την ημέρα έχει βρεθεί να έχουν αυξημένες ανάγκες σε ινοσιτόλη.
Τέλος, η ινοσιτόλη, που όπως ειπώθηκε εντάσσεται στο σύμπλεγμα των βιταμινών Β, βελτιώνει σημαντικά την κλινική εικόνα και τη γονιμότητα των γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, διορθώνοντας τις μεταβολικές και αναπαραγωγικές αλλαγές που σχετίζονται με το σύνδρομο, σύμφωνα με στοιχεία που πρόκειται να παρουσιαστούν στο Επιστημονικό Συμπόσιο «Νεότερες Εξελίξεις σχετικά με την Ενδομήτρια Θρέψη και το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών».
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο Δρ Μαουρίτζιο Μπίνι, καθηγητής Μαιευτικής-Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνο και διευθυντής του Κέντρου Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής στο Νοσοκομείο Niguarda Ca’ Granda, οι θεραπείες του Συνδρόμου Πολυκυστικών Ωοθηκών με ινοσιτόλη παρέχουν βελτίωση της λειτουργίας των ωοθηκών, βελτίωση της ινσουλιναιμίας, βελτίωση του ορμονικού προφίλ και μείωση των περιφερικών επιδράσεων των ανδρογόνων.
Η ινοσιτόλη, υπάρχει ως συστατικό των φυτικων ινών και περιέχει εννέα στερεοϊσομερή, από τα οποία τα πιο σημαντικά είναι η μυο-ινοσιτόλη και η D-chiro-ινοσιτόλη.
Όπως και οι άλλες βιταμίνες της ομάδας B, η ινοσιτόλη είναι υδατοδιαλυτή, λόγος για τον οποίο μια πιθανή πρόσληψη σε καθαρή μορφή δεν προκαλεί δυσανεξία ή τοξικότητα.
«Για τις γυναίκες που δεν επιθυμούν να τεκνοποιήσουν, η μυο-ινοσιτόλη μπορεί να ρυθμίσει την περίοδο, να μειώσει τα επίπεδα των ανδρικών ορμονών και να βοηθήσει στον περιορισμό της ακμής.
Ο συνδυασμός της μυο-ινοσιτόλης και D-chiro-ινοσιτόλης είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός στις γυναίκες με πρόβλημα παχυσαρκίας ή με Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI) μεγαλύτερο από 25.
Σε περίπτωση που έρθει η στιγμή που η γυναίκα επιθυμεί να μείνει έγκυος, η χορήγηση της μυο-ινοσιτόλης αποκαθιστά-ρυθμίζει τη λειτουργία των ωοθηκών, προάγοντας την ωορρηξία και συμβάλλοντας έτσι στη γονιμότητα», εξηγεί ο Δρ Μπίνι.
Η χρήση του συμπληρώματος ινοσιτόλης, χάρη στην ικανότητά της να αυξάνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη, συντελεί στη βελτίωση της ποιότητας των ωοκυττάρων και στην αύξηση του αριθμού των ωοκυττάρων που συλλέγονται έπειτα από διέγερση των ωοθηκών σε ασθενείς οι οποίες υποβάλλονται σε διαδικασία Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.
Οι πολυκυστικές ωοθήκες δεν είναι νόσος
και λανθασμένα το κοινό το θεωρεί ως σοβαρή και απειλητική για την υγεία νόσο.
«Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι η πιο συχνή ενδοκρινική πάθηση στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και επηρεάζει το 10-15% των γυναικών. Στην Ελλάδα, η συχνότητα του συνδρόμου αξίζει το 6,8%, ενώ στην Ισπανία το 5,0% και στη Μ. Βρετανία το 8,0%. Γενικά θα λέγαμε ότι οι μεσογειακές χώρες έχουν υψηλότερο ποσοστό εμφάνισης του συνδρόμου, συγκριτικά με τις βόρειες χώρες», συμπληρώνει.
Μία γυναίκα πάσχει από Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών όταν παρουσιάζει δύο από τα τρία παρακάτω συμπτώματα:
• Πολυκυστική μορφολογία των ωοθηκών τεκμηριωμένη με υπερηχογραφικά κριτήρια.
• Διαταραχές εμμηνορρυσίας (όλιγο ή και ανωοθυλακιορρηξία)
• Υπερανδρογοναιμία (Ακμή ή και υπερτρίχωση προσώπου, θώρακα κοιλιάς,μηρών αλλά και υπερανδρογοναιμία βιοχημικά τεκμηριωμένη).
«Το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών», «σχετίζεται με διαταραχές της περιόδου, υπογονιμότητα, παχυσαρκία και δασυτριχισμό ενώ η αιτιολογία του είναι αδιευκρίνιστη».
Γενικά, οι επιστήμονες σημειώνουν ότι, η προσεκτική αξιολόγηση και θεραπεία όχι μόνο βελτιώνει την ποιότητα ζωής και δίνει τη δυνατότητα τεκνοποίησης στην γυναίκα αλλά και προλαμβάνει την εμφάνιση μακροπόθεσμων επιπλοκών, επικίνδυνων για τη ζωή των ασθενών.
Εξάλλου, μόνο το 20% των γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών θα χρειαστεί να καταφύγει σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής προκειμένου να τεκνοποιήσει, ενώ το 80% των ασθενών καταφέρνει να αποκτήσει απογόνους, χωρίς υποβοήθηση.
Για τις πάσχουσες από πολυκυστικές ωοθήκες που καταφεύγουν στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, οι τεχνικές για την in vitro ανάπτυξη των ανθρώπινων εμβρύων, ανοίγουν νέους ορίζοντες για τη δημιουργία και τη βελτίωση βιώσιμων και γενετικά υγιών εμβρύων.
«Έμβρυα μπορούν με επιτυχία να πολλαπλασιαστούν in vitro, επίσης, τεχνικές μεταφοράς του πυρήνα προσφέρουν νέες θεραπείες για γενετικά νοσήματα κι ακόμη την ενδεχόμενη κατασκευή γαμετών, ενώ δοκιμάζονται νέες τεχνικές ωρίμανσης in vitro των ανθρώπινων ωαρίων που θα βρουν εφαρμογή σε γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, σε πτωχές απαντήτριες ή ασθενείς στις οποίες απαγορεύεται να χορηγηθούν φαρμακευτικά σχήματα. Τέλος, η πιθανή παραγωγή αρχέγονων κυτταρικών σειρών (stem cells) προερχόμενων από πολυδύναμα εμβρυικά κύτταρα είναι στο ξεκίνημά της και θα πρέπει να εξετασθεί σε σχέση με τα ηθικά και νομικά πλαίσια της αναπτυσσόμενης ανθρώπινης αναπαραγωγής».
Επίσης, όπως η χολίνη έτσι και η ινοσιτόλη μπορεί να είναι χρήσιμη για τη μείωση των επιπέδων της χοληστερόλης ενός ατόμου, ενώ βοηθά και τα μαλλιά να παραμένουν υγιή.
Ακόμα, βοηθά στην πρόληψη εκζεμάτων και την ανακατανομή του λίπους του σώματος.
Θα πρέπει να λάβετε συμπληρωματικές δόσεις ινοσιτόλης; Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, λαμβάνοντας συμπλήρωμα ινοσιτόλης μπορείτε να αυξήσετε την αποτελεσματικότητα και της χολίνης και της Βιταμίνη Ε. H ινοσιτόλη είναι μέρος του συμπλέγματος της Βιταμίνης Β. Βοηθά στην υγιή ανάπτυξη του εγκεφάλου και τη λειτουργία του και συνεργάζεται στενά με τη χολίνη για να μετακινεί τα λίπη από την καρδιά στο συκώτι.
Η ινοσιτόλη και η χολίνη συνδυάζονται για να παράγουν λεκιθίνη, ένα είδος λιπιδίου που απαιτείται για τον σχηματισμό υγιών μεμβρανών για κάθε ζωντανό κύτταρο στο σώμα. Η λεκιθίνη βοηθά να διατηρούνται ο εγκέφαλος, η καρδιά και το ήπαρ υγιή και βοηθά στην απορρόφηση της θειαμίνης (βιταμίνη Β1) και της βιταμίνης Α.
Επιπρόσθετα, η ινοσιτόλη είναι επίσης ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη των μαλλιών και, ως συστατικό της λεκιθίνης, βοηθά στην πρόληψη της υψηλής χοληστερόλης και της σκλήρυνσης των αρτηριών που προκαλείται από τη συσσώρευση χοληστερόλης. Έχει επίσης ειπωθεί ότι έχει μια ηρεμιστική επίδραση στο νευρικό σύστημα, και μελετάται ως πιθανή θεραπεία για την κατάθλιψη, τις κρίσεις πανικού, ακόμη και το Aλτσχάιμερ.
Παράγει το σώμα μας την δική του ινοσιτόλη;
Πώς παράγει το σώμα την δική του ινοσιτόλη; Τα βακτήρια στο έντερο μετατρέπουν το φυτικό οξύ που βρίσκεται σε φυτικές ίνες σε ινοσιτόλη, έτσι ώστε το σώμα να είναι σε θέση να παρασκευάσει τη δική του ποσότητα από την εν λόγω ουσία. Η ινοσιτόλη, επίσης, βρέθηκε σε μια ποικιλία των τροφίμων που περιέχουν μυο-ινοσιτόλη, όπως το πεπόνι, τα εσπεριδοειδή (εκτός από τα λεμόνια), τα καρύδια, η βρώμη, το ρύζι, τα φασόλια, τα ρεβίθια, το συκώτι, το χοιρινό, το μοσχάρι, τα δημητριακά ολικής αλέσεως και οι κόκκοι λεκιθίνης.
Παρά το γεγονός ότι η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων καφεΐνης μπορεί να προκαλέσουν έλλειψη ινοσιτόλης στο σώμα, ελλείψεις της χολίνης είναι σπάνιες. Παρόλα αυτά, οι θεριακλήδες θα πρέπει μάλλον να εξετάσουν την πιθανότητα λήψης συμπληρωματικής ινοσιτόλης.
Μερικά συμπτώματα της ανεπάρκειας ινοσιτόλης είναι η αρτηριοσκλήρωση, η δυσκοιλιότητα, η απώλεια μαλλιών, τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης, η ευερεθιστότητα, οι εναλλαγές της διάθεσης και τα δερματικά εξανθήματα.
Η ινοσιτόλη είναι διαθέσιμη τόσο ως ένα ξεχωριστό συμπλήρωμα που περιέχει μυο-ινοσιτόλη και χολίνη, και ως συστατικό των συμπληρωμάτων λεκιθίνης.
Τα συμπληρώματα ινοσιτόλης δεν φαίνεται να αποτελούν κίνδυνο για την τοξικότητα. Δεν υπάρχει Συνιστώμενη Ημερήσια Πρόσληψη (ΣΗΠ) για την ινοσιτόλη, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι παίρνουν περίπου 1.000 χιλιοστόγραμμα την ημέρα από τα τρόφιμα, ενώ ακόμα και σε υψηλές δόσεις έως και 50 γραμμαρίων ημερησίως δεν έχουν αναφερθεί παρενέργειες.
Επιπλέον η ινοσιτόλη δρα στον θυρεοειδή.
Πώς επιδρά η ινοσιτόλη στο θυρεοειδή;
Η μύο -ινοσιτόλη δρα και ως δεύτερος αγγελιοφόρος που ρυθμίζει τις δραστηριότητες αρκετών ορμονών, όπως η ινσουλίνη, η θυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH) και η ορμόνη διέγερσης του θυρεοειδούς, η θυρεοτροπίνη ή θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH).
Μετά τη σύνδεση της με τον υποδοχέα της TSH στην επιφάνεια του θυρεοειδικού κυττάρου, διεγείρει την κυτταρική ανάπτυξη και διαφοροποίηση αλλά και τη σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών Τ3 και Τ4.
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ: - Να μη γίνεται υπέρβαση της συνιστώμενης ημερήσιας δόσης. - Τα Σ/Δ δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο μίας ισορροπημένης δίαιτας. - Να φυλάσσεται μακριά από τα μικρά παιδιά. - Το προϊόν αυτό δεν προορίζεται για την πρόληψη, αγωγή ή θεραπεία ανθρώπινης νόσου. - Συμβουλευτείτε τον γιατρό σας αν είστε έγκυος, θηλάζετε, βρίσκεστε υπό φαρμακευτική αγωγή ή αντιμετωπίζετε προβλήματα υγείας.
Πηγές:
1. Treatment with Myo-Inositol and Selenium Ensures Euthyroidism in Patients with Autoimmune Thyroiditis
2. Combined treatment with Myo-inositol and selenium ensures euthyroidism in subclinical hypothyroidism patients with autoimmune thyroiditis.