Η οστεοπόρωση είναι ένα μεταβολικό νόσημα, κατά το οποίο μειώνεται η πυκνότητα και η μικροαρχιτεκτονική των οστών, άρα και η μηχανική αντοχή τους, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος κατάγματος. Με την πάροδο των δεκαετιών και την παράλληλη αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, έχει αυξηθεί και η συχνότητα της νόσου.
Η πορεία της νόσου μπορεί να χαρακτηριστεί ύπουλη καθώς δεν εμφανίζει συμπτώματα μέχρι την δημιουργία κατάγματος. Τα σοβαρότερα οστεοπορωτικά κατάγματα είναι αυτά της κεφαλής και του αυχένα του μηριαίου οστού. Στους τρεις πρώτους μήνες από το κάταγμα οι επιπλοκές εμφανίζονται σε ποσοστό 40% και η θνησιμότητα εξ' αυτών ανέρχεται στο 25%. Πέρα από τη νοσηρότητα, το κόστος (κοινωνικό, ψυχολογικό, οικονομικό) του κατάγματος από ενδεχόμενη αναπηρία είναι τρομακτικό.
Από τα παραπάνω γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η οστεοπόρωση συγκαταλέγεται στην ομάδα των νοσημάτων στα οποία η πρόληψη είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η θεραπεία της εγκατεστημένης οστεοπόρωσης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο κατάγματος, αλλά είναι απίθανο να επαναφέρει πλήρως την ποιότητα και την δύναμη του οστού.
Δύο είναι οι σημαντικές έννοιες για την κατανόηση της πορείας της οστεοπόρωσης: η μεγαλύτερη πυκνότητα που αποκτά το οστό σε όλη την διάρκεια της ζωής του ατόμου (Μέγιστη Οστική Πυκνότητα) και ο ρυθμός με τον οποίο αυτή χάνεται με την πάροδο της ηλικίας. Η ηλικία που επιτυγχάνεται η Μέγιστη Οστική Πυκνότητα (τότε δηλαδή που το οστό έχει την μεγαλύτερη αντοχή) δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, αλλά συνήθως τοποθετείται στην τρίτη δεκαετία της ζωής στα περισσότερα άτομα. Όσο πιο μεγάλη είναι η Μέγιστη Οστική Πυκνότητα σε αυτήν την ηλικία, δηλαδή όσο πιο πυκνό και δυνατό είναι το οστό τότε, τόσο περισσότερο δυνατό θα παραμείνει, αναλογικά πάντα, και στην ηλικία των 60 ή 70. Ο ρυθμός απώλειας είναι αυξημένος κυρίως στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, οπότε και σταματάει η προστατευτική δράση των οιστρογόνων.
Μελέτες σε μονοζυγωτικούς διδύμους έχουν δείξει ότι το ύψος της Μέγιστης Οστικής Πυκνότητας καθορίζεται σε ποσοστό 60-70% γενετικά. Το υπόλοιπο 30-40% καθορίζεται από περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η διατροφή, η άσκηση, συνήθειες, νόσοι και φάρμακα. Η δήλωση του Καθηγητή Charles Dent ότι «η γεροντική οστεοπόρωση είναι μία παιδιατρική νόσος» αντικατοπτρίζει το πόσο σημαντικό είναι να αποκτηθεί η υψηλότερη δυνατή Μέγιστη Οστική Πυκνότητα σε νεαρή ηλικία για την όσο το δυνατόν καλύτερη κατάσταση του οστού αργότερα στη ζωή.
Τα άτομα που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν οστεοπόρωση είναι κυρίως γυναίκες με εμμηνόπαυση (φυσική ή μετά από χειρουργείο) πριν την ηλικία των 45 καθώς και άτομα με θυρεοειδοπάθεια, άτομα που υποβάλλονται σε θεραπεία με γλυκοκορτικοειδή ή ηπαρίνη και γυναίκες με παρατεταμένη απουσία εμμήνου ρύσεως, υποθαλαμικής αιτιολογίας. Αυτά τα άτομα θα πρέπει να υποβάλλονται σε αξιολόγηση του κινδύνου να αναπτύξουν οστεοπόρωση. Η καλύτερη εξέταση που διαθέτουμε είναι η μέτρηση της οστικής πυκνότητας με DEXA. Πρόκειται για απλή και ανώδυνη εξέταση με χαμηλό κόστος και ελάχιστη ακτινολογική επιβάρυνση για το άτομο. Η διάγνωση της οστεοπόρωσης (ή της πρόδρομης της κατάστασης που ονομάζεται οστεοπενία) γίνεται κατόπιν με στατιστική σύγκριση των μετρήσεων του/της ασθενούς με μετρήσεις εκ του γενικού πληθυσμού, ιδίου φύλου, νεαρής (t-score) ή της ιδίας ηλικίας (z-score).
Η πρόληψη της οστεοπόρωσης επικεντρώνεται σε τρεις κυρίως άξονες:
1) Διατροφή. Απαιτείται επαρκής πρόσληψη θερμίδων, ασβεστίου με τα γαλακτομικά προϊόντα και βιταμίνης D. Τα δύο αυτά στοιχεία (ασβέστιο και βιταμίνη D) είναι απαραίτητα για την διατήρηση της σωστής πυκνότητας και δομής του οστού. Συστήνεται επίσης μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ, ενώ δεν έχει αποσαφηνιστεί εάν η μείωση στην κατανάλωση καφεΐνης και αλατιού βοηθάει ή όχι.
2) Άσκηση. Συστήνεται άσκηση τουλάχιστον 3 φορές την εβδομάδα για 30 λεπτά. Το περπάτημα είναι μία άριστη επιλογή άσκησης. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει το είδος της άσκησης να είναι τέτοιο που να προδιαθέτει σε πτώση και κάκωση. Τα οφέλη της άσκησης διαρκούν για όσο χρονικό διάστημα το άτομο ασκείται. Η υπερβολική άσκηση, από την άλλη μεριά, μπορεί να οδηγήσει σε καταστολή της λειτουργίας του υποθαλάμου και με αυτόν τον τρόπο να αυξήσει τον κίνδυνο εγκατάστασης οστεοπόρωσης.
3) Διακοπή του καπνίσματος. Το κάπνισμα αποδεδειγμένα επιταχύνει την οστική απώλεια και για τον λόγο αυτόν συστήνεται αυστηρά η διακοπή του σε άτομα με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης οστεοπόρωσης.